Και ενώ στις προηγούμενες αναρτήσεις περιέγραψα πώς έγινε η απαρχή της φυσικής, απ’ την περίοδο της Αναγέννησης και μετά και ποια φιλοσοφία στήριξε το μηχανιστικό της μοντέλο (Καρτέσιος) σήμερα περιμένατε να αναφερθώ στη σχετικότητα του Αϊνστάιν και στη συνέχεια στην κβαντομηχανική. Και ενώ η ανάρτηση ήταν έτοιμη, ξαφνικά προέκυψε ένα θέμα που με έκανε, τον Αϊνστάιν, να τον αναβάλω για την επόμενη.
Σε μια συζήτηση που έκανα στο fb με θέμα την αμφισβήτηση της θεωρίας της σχετικότητας (λόγω ταχύτητας νετρίνων) διαπίστωσα ότι μάλλον η πλειοψηφία των ελλήνων αναγνωστών είναι τόσο κολλημένοι στην Καρτεσιανή λογική, που λέγαμε στην προηγούμενη ανάρτηση και στην μηχανιστική αντίληψη της φυσικής, που είπα:
Πού πας ρε Καραμήτρο…
Ετοιμαζόμουν να περιγράψω τις δυσκολίες κατανόησης της μοντέρνας φυσικής, όταν αντελήφθην ότι δεν γνωρίζουμε τι είναι η ύλη!
Σας φαίνεται περίεργο;
Εγώ να δεις!
Και δεν αναφέρομαι σε αγράμματους, ούτε υπερβάλω!
Πάνω από 99% πρέπει να έχουν άγνοια για το θέμα.
Πώς να κάνουμε συζήτηση για σχετικότητα και κβαντομηχανική;
Έκανα στην άκρη τον Αϊνστάιν και βιάστηκα να ετοιμαστώ για τη νέα ανάρτηση που με πίεζε χρονικά.
Και να την!
Τελικά είναι αλήθεια… υπάρχει τόση άγνοια… και σ’ αυτό σίγουρα φταίει το εκπαιδευτικό μας σύστημα που μας διδάσκει… μπαρμπούτσαλα.
Πριν περάσω λοιπόν στο κυρίως θέμα πρέπει να σας δώσω τον ορισμό της ύλης, για να μην μου φύγουν τα μαλλιά όταν διαβάσω στα σχόλια απόψεις που κυρίως κυριαρχούσαν στην φυσική πριν δυο και τρεις αιώνες, όταν το μηχανιστικό μοντέλο θριάμβευε ακόμα κάτω από την καρτεσιανή φιλοσοφία.
Αν πρέπει να την ορίσω με δυο λόγια θα έλεγα: Ύλη είναι οτιδήποτε υπάρχει στο Σύμπαν!
Όμως, επειδή κάποιοι αυτό θα το διαστρεβλώσουν, ας γίνω λίγο πιο σαφής για να αποφύγουμε τις ασάφειες.
Η ύλη είναι φιλοσοφικός όρος, για την ακρίβεια φιλοσοφική κατηγορία, που ορίζει την αντικειμενική πραγματικότητα!
Επειδή είμαι σίγουρος ότι κι αυτήν οι περισσότεροι δεν πρέπει να την ξέρουν, ας την ορίσουμε.
Η αντικειμενική πραγματικότητα είναι ό,τι αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις και με τα επιστημονικά όργανα και υπάρχει ανεξάρτητα από το νου και την συνείδησή μας! Είτε υπάρχουμε εμείς, είτε όχι!
Οτιδήποτε άλλο, λέγεται αποκύημα της φαντασίας, για να μην πω τίποτα χειρότερο!
Στην υλιστική φιλοσοφία η «ύλη» είναι η μοναδική ουσία (μονισμός), που αποτελεί την βάση όλων των πραγμάτων και φαινομένων του κόσμου μας. Το πνεύμα και η συνείδηση είναι δευτερεύοντα και παράγωγα της ύλης (εγκεφαλική δραστηριότητα).
(Στις διάφορες σχολές του ιδεαλισμού όμως το πνεύμα συνυπάρχει με την ύλη (δυϊσμός) ή υπάρχει μόνο του (αντικειμενικός ιδεαλισμός). Οι ιδεαλιστές, το πνεύμα, το θεωρούν σαν ουσία που το αντιλαμβάνονται σαν Θεό, Ιδέα, Απόλυτο Πνεύμα, Θέληση του Θεού ή Παγκόσμια Συνείδηση (απόλυτη και αποσπασμένη από τον εγκέφαλο του ανθρώπου), ενώ την ύλη την θεωρούν δευτερεύουσα ή παράγωγη του πνεύματος).
Περισσότερα για το θέμα μπορείτε να βρείτε εδώ: Απ’ τον υλισμό στη διαλεκτική
Βέβαια, δεν είναι μόνο αυτά για τα οποία φαίνεται οι περισσότεροι άνθρωποι να έχουν τόση άγνοια. Είναι και άλλες πολλές παράλογες ιδέες που περιστρέφονται μέσα στο μυαλό των περισσοτέρων που το Σύστημα από άγνοια ή εσκεμμένα γέννησε και συντηρεί.
Με την ανάπτυξη της ανάρτησης θα δούμε μερικές τέτοιες απόψεις και εύχομαι να τις ξεπεράσουμε μαζί, ώστε στην επόμενη ανάρτηση να μπορούμε να ερμηνεύσουμε τα νέα δεδομένα της φυσικής. Διαφορετικά, αυτό θα είναι αδύνατον.

Όπως τότε, με την θεμελίωση της κλασικής φυσικής, πολλοί έμειναν κολλημένοι στο μεσαιωνικό μοντέλο, έτσι και τώρα: παρόλο που περάσαμε σε μια νέα εποχή, πολλοί παραμένουν κολλημένοι στην καρτεσιανή λογική, πράγμα που δυσκολεύει την κατανόηση της μοντέρνας φυσικής δημιουργώντας στρεβλώσεις που θα δούμε στην επόμενη ανάρτηση.
Ας έχουμε υπ’ όψιν ότι, ο νόμος του «περάσματος από το παλιό στο καινούριο» ή καλύτερα «η άρνηση της άρνησης» είναι άλλος ένας νόμος της διαλεκτικής που δείχνει πώς συνδέονται μεταξύ τους τα διαδοχικά στάδια ανάπτυξης, η γενική τάση και η κατεύθυνση που ακολουθεί, στην προκειμένη περίπτωση η φυσική (η αντικατάσταση ενός σταδίου με ένα άλλο στη φιλοσοφία ονομάζεται άρνηση).
Πρέπει ακόμα να ξέρουμε ότι, διαλεκτικά, «άρνηση» σημαίνει ξεπέρασμα μέσω της κριτικής. Ξεπέρασμα του ιδεαλισμού δηλαδή και της μεταφυσικής σκέψης. Επίσης, με την άρνηση δεν καταστρέφουμε το παλιό για να δεχτούμε το καινούριο, αλλά παίρνουμε από το παλιό ό,τι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το επόμενο στάδιο, διατηρώντας έτσι τον προοδευτικό του χαρακτήρα και την παραπέρα ομαλή εξέλιξη και ανάπτυξη.
Τέλος, για να περάσουμε και στην φυσική, πρέπει να ξέρετε ότι ενώ στην πράξη γίνεται η υπέρβαση, το ξεπέρασμα, θεωρητικά και φιλοσοφικά, δύσκολα γίνεται αποδεκτό. Πολλοί παραμένουν στις παλιές απολιθωμένες απόψεις. Δεν ξεκολλούν εύκολα απ΄ αυτό που νιώθουν τόσο φυσικό. Το νέο και κάθε καινοτομία στη ζωή δημιουργεί άρνηση (άρνηση της άρνησης). Ακριβώς αυτήν την υπέρβαση επιχειρούμε να κάνουμε προκειμένου να ξεπεράσουμε την κρίση. Και η υπέρβαση είναι πάντα ένα εξελικτικό άλμα στο χρόνο, γι αυτό και έχουμε πει αλλού ότι η αλήθεια είναι ιστορικά καθορισμένη.
Έτσι λοιπόν, ενώ έχουμε μπει στον 21ο αιώνα, κάποιοι επιμένουν να είναι κολλημένοι σαν πεταλίδες στην μηχανιστική φιλοσοφία του Καρτέσιου.
Νομίζω να κατάφερα να σας μεταδώσω πώς ξεπερνιέται μια κρίση.
Ο δανός φυσικός Κρίστιαν χανς Έρστεντ (1777-1851) στις αρχές του 19ου αιώνα, θεμελίωσε την ηλεκτροδυναμική.
Όμως οι ανακαλύψεις του σχετικά με την επίδραση του ηλεκτρισμού στην μαγνητική βελόνα αντιστράφηκαν στα πειράματα του άγγλου αυτοδίδακτου φυσικού Μάικλ Φαραντέυ (1791-1867) που έδειξε πώς το ηλεκτρικό ρεύμα επιδρά σε ένα κινητό μαγνήτη και αντιστρόφως, κατασκευάζοντας τον πρώτο ηλεκτρικό κινητήρα. Τα αποτελέσματα των πειραμάτων του έκαναν πολλά βήματα μπροστά, δείχνοντας πως με την φυσική μπορούμε να αναπτύξουμε την τεχνολογία βελτιώνοντας την καθημερινή μας ζωή. Χάρη στα πειράματά του Φαραντέυ ανακαλύφτηκαν τα επαγωγικά ρεύματα με τα οποία ο σκότος Τζέϊμς Κλερκ Μάξγουελ (1831-1879) ανέπτυξε την ηλεκτρομαγνητική θεωρία του (1864). Ο Μάξγουελ θεωρείται ο μεγαλύτερος φυσικός μετά τον Νεύτωνα. Δεν ανακάλυψε μόνο το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο αλλά ήταν και ο πρώτος που θεώρησε το φως σαν ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, βρίσκοντας ότι και τα μαγνητικά πεδία αναπτύσσουν ταχύτητες σχεδόν ίσες με το φως. Κυρίως όμως, μέσω των τεσσάρων περίφημων εξισώσεών του, διατύπωσε την άποψη ότι δεν μπορεί να υπάρξει ξεχωριστά το ηλεκτρικό από το μαγνητικό φαινόμενο! Ο ηλεκτρομαγνητισμός ήταν από τις πρώτες φυσικές δυνάμεις που φάνηκαν να διαρρηγνύουν την Καρτεσιανή λογική και φιλοσοφία. Το λάθος στην αναγωγή και ο κατακερματισμός στην καρτεσιανή φιλοσοφία ακόμα δεν φάνηκε να ενοχλεί. Όμως ούτε και ο Μάξγουελ κατάφερε να ξεπεράσει την μηχανιστική του αντίληψη. Τα πεδία, αν και ξεπερνούσαν το μηχανιστικό μοντέλο του Νεύτωνα και του Γαλιλαίου ο Μάξγουελ τα ερμήνευε σαν καταστάσεις μηχανικής συμπίεσης καταλήγοντας στον αιθέρα! Αυτός ήταν το διάμεσο που υποτίθεται πληρούσε ολόκληρο το σύμπαν. Χάρη σ’ αυτόν τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα μπορούσαν να ταξιδεύουν.
(Για την ιστορία, ας ξέρετε ότι ο γερμανός Χάινριχ Χερτς (1857-1894) επιβεβαίωσε στην πράξη την θεωρία του Μάξγουελ αποδεικνύοντας την διάδοση και την λήψη του ηλεκτρομαγνητικού κύματος και ο ιταλός Γουλιέλμος Μαρκόνι (1874-1937) αργότερα έφτιαξε τον πρώτο ασύρματο εγκαινιάζοντας την ραδιοφωνία το 1924).
Όμως, ενώ στα τέλη του 19ου αιώνα η καρτεσιανή λογική κυριαρχούσε ακόμα στις θεωρίες, ο αιθέρας «εξηγούσε» την κίνηση του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου και της ακτινοβολίας ακόμα και στο «κενό», που υποτίθεται από την αρχαιότητα πληρούσε τα πάντα! Αυτά τα ελαστικά κύματα του αιθέρα (έτσι μηχανιστικά είδε την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία ο Μάξγουελ) μετέδιδαν το κύμα αν και αντιλαμβανόταν ότι επρόκειτο για δυναμικά πεδία. Ακόμα και το όνομα (πεδία) που δόθηκε για τις δυνάμεις αυτές βρίσκονταν στην λογική του μηχανιστικού πρότυπου. Όμως με την Νευτώνεια φυσική δεν μπορούσε να εξηγηθεί η πεπερασμένη ταχύτητά τους (ο χρόνος μετάδοσης ήταν άπειρος και ο χώρος μπορούσε να νοηθεί μόνο απόλυτα). Υπήρχε η υποψία ότι το ηλεκτρομαγνητικό κύμα φαινόταν να είναι μια πραγματική οντότητα κι όχι μια παράσταση ή «άυλη ενέργεια» που παραμορφώνει τον αιθέρα, όμως τα ερωτήματα κατευθύνονταν περισσότερο αν πράγματι υπάρχει ο αιθέρας.
Όλο αυτό το τέλμα στη φυσική προκλήθηκε από την καρτεσιανή λογική και την Νευτώνεια φυσική που φαινόταν να καταρρέει. Τα άτομα και ειδικότερα τα μέρη του όπως το ηλεκτρόνιο, δεν φαινόταν να έχει σταθερή μάζα, ενώ η νευτώνεια φυσική προσπαθούσε να το δει ξεκομμένο από το άτομο (κατακερματισμένο). Τα «πρότυπα» των ατόμων που συμφωνούσαν με την μηχανιστική λογική δημιουργούσαν εύλογες απορίες. Η στατική αντίληψη της ύλης κατέρρεε μπροστά στις ανακαλύψεις του Μπεκερέλ για την ραδιενέργεια το 1896 και των Κιουρί το 1898. Ο μετασχηματισμός της ύλης δημιουργούσε προβλήματα. Η αρχή της διατήρησης της ενέργειας άρχισε να αμφισβητείται!

Σύμφωνα με το πείραμα Μάικελσον και Μόρλυ (η ταχύτητα του φωτός δεν εξαρτάται από την σχετική κίνηση της πηγής-παρατηρητή) αποδείχτηκε ότι αιθέρας δεν υφίσταται, όπως δεν νοείται και ο απόλυτος χώρος. Επίσης απέρριψε και το ταυτόχρονο (άπειρη ταχύτητα). Ο Αϊνστάιν έφτασε στη λογική της σχετικότητας στην προσπάθειά του να προβλέψει την κατανομή της ακτινοβολίας του μέλανος σώματος. Η ακτινοβολία, σαν ενεργειακή ανταλλαγή, δεν εκπέμπεται με τρόπο συνεχή, αλλά με μικρές ασυνεχείς ποσότητες, τα κβάντα, σύμφωνα με την εξίσωση του Πλανκ (1900).
Έτσι το 1905 ο Αϊνστάιν ερμήνευσε το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο, στηριγμένος σε μια άλλη λογική, θεωρώντας το φως σαν μια διακριτή οντότητα που την ονόμασε φωτόνιο. Η ακτινοβολία ήταν μικρές ασυνεχείς ποσότητες φωτονίων.
Η «Ειδική θεωρία της σχετικότητας» εξηγούσε ότι ο χώρος και χρόνος, σαν απόλυτα μεγέθη, δεν υφίστανται πια στα όρια των ταχυτήτων του φωτός. Η μάζα εξαρτάται από την ταχύτητα ως προς το σύστημα αναφοράς. Η μάζα του ηλεκτρονίου δεν είναι απόλυτη. Εξαρτάται «απόλυτα» από την ταχύτητα. Με τον περίφημο τύπο E=m.c2 δείχνει την αναλογία της μάζας και της ενέργειας. Το 1916 με την «Γενική θεωρία της σχετικότητας» σαν ενότητα ύλης και χωροχρόνου συμπεριλαμβάνει και τη βαρύτητα.

Όμως μαθημένοι με την εκπαιδευμένη μας λογική, αυτή που μας δένει με τις παλιές αντιλήψεις, δεν μας αφήνει να κατανοήσουμε τη νέα πραγματικότητα. Κάτω από την νέα λογική εύκολα μπορούμε να διαστρεβλώσουμε τη φυσική, φιλοσοφώντας με αγνωμοσύνη ή σκεφτόμενοι με έπαρση κάτω από τη νέα οπτική, γεμίζοντας όπου έχουμε κενά με ιδεαλιστικές ανοησίες.
Η ενέργεια είναι ύλη! Ύλη μεταμορφωμένη. Η ύλη περνά σε άλλη μορφή αρκεί να μην παραβιάζονται οι νόμοι διατήρησης. Ακόμα και το φωτόνιο με μηδενική μάζα, είναι ύλη! Μαθημένοι, ταυτίζοντας την ύλη με τη μάζα, εύκολα μπορεί ο αδαής να βγάλει εσφαλμένα συμπεράσματα. Σ’ αυτό συμβάλλουν, εσκεμμένα ή μη, θρησκόληπτα άτομα προκειμένου να εδραιώσουν την θεολογία σε μια νέα οπτική, ώστε να μην ξεπεραστούν από τις εξελίξεις της επιστήμης. Αγνοώντας την ιστορική, οντολογική και γνωσιολογική διάσταση του θέματος ο αναγνώστης συχνά, κάθε κενό που συναντά, μη μπορώντας να δώσει εξήγηση, το γεμίζει με την προϋπάρχουσα αντίληψή του που πάντα θεωρεί δεδομένη!
Ο υπάρχων ρεαλισμός δεν υφίσταται στην νέα φυσική γιατί η εποπτεία του πειράματος έγινε ακατόρθωτη για τον απλό αναγνώστη, και φυσικοί, χωρίς γνώσεις φιλοσοφίας, συχνά πέφτουν σε φιλοσοφικά ατοπήματα. Δυστυχώς, έχουμε συνδέσει την αλήθεια και αυτό που θεωρούμε αποδεδειγμένο με τον εποπτικό μας ρεαλισμό. Όμως, όπως λέει και ο Μπιτσάκης «Οι έννοιες της σχετικότητας και της σύγχρονης μικροφυσικής είναι ασύμβατες με τον εποπτικό ρεαλισμό» ( «Το Αειθαλές Δέντρο της Γνώσης» σελ. 237). Οι έννοιες όχι μόνο της σχετικότητας, αλλά και της κβαντομηχανικής, είναι συμβατές μόνο στα πλαίσια της υλιστικής μονιστικής αντίληψης όπου η φιλοσοφία που τις στηρίζει έχει δυο αρχές: την αντικειμενικότητα και την αυθυπαρξία της φύσης! Η φύση ταυτίζεται δηλαδή με το είναι.
Αναμφίβολα, το ξεπέρασμα της κρίσης του 19ου αιώνα στη φυσική δεν άνοιξε μόνο την πόρτα του μέλλοντος στη νέα σκέψη, αλλά τροφοδότησε και την επιστημολογική μας σκέψη με νέα συναρπαστικά ερωτήματα. Μας γέμισε φιλοδοξίες για το μέλλον, δίνοντας απαντήσεις σε αιώνια ερωτήματα, ξεπερνώντας τον σκόπελο της θρησκευτικής εξήγησης που σχεδόν πάντα ήταν αντιεπιστημονικός και γελοίος.
Το ξεπέρασμα της κρίσης στη φυσική κατά τον προηγούμενο αιώνα ήταν συναρπαστικότατο για την ιστορία της επιστήμης και όσοι το μελέτησαν έζησαν μοναδικές συγκινήσεις, σαν να ήταν αγώνας δρόμου για την λύση ενός μεγάλου προβλήματος που ταλάνιζε για χρόνια μεγάλα επιστημονικά μυαλά, αναγνωρίζοντας ότι η γνώση κατακτιέται σταδιακά και η αλήθεια είναι πάντα σχετική και ιστορικά καθορισμένη.
Τούτο το τελευταίο το είδε μόνο ο διαλεκτικός υλισμός που από τα μέσα του 19ου αιώνα ακόμα παραδεχόταν ότι η γνώση όχι από το θεό δεν προέρχεται, αλλά ούτε και από την παθητική θεώρηση της φύσης. Η γνώση κατακτιέται μέσα στην πράξη, από τις πρακτικές σχέσεις του ανθρώπου με τον κόσμο, γιατί είναι οργανικό στοιχείο της ανθρώπινης πρακτικής. Η θεωρία, έξω από την πρακτική, την συνολική δηλαδή δραστηριότητα του ανθρώπου, θα παραμένει θεωρία ή πιο συχνά φιλοσοφική φλυαρία που θα διαστρεβλώνει την πραγματικότητα με ιδεαλιστικές ανοησίες.
Μόνο ο διαλεκτικός υλισμός κατανόησε σε βάθος την σημασία της αλληλομετατροπής των μορφών της ενέργειας. Η ηλεκτρομαγνητική θεωρία του Μάξγουελ στήριξε τις θέσεις του διαλεκτικού υλισμού που δεχόταν την ενότητα μέσα στην διαφορότητα των υλικών μορφών και της ενότητας της ύλης και της κίνησης θεωρώντας το «Είναι» σαν ένα συνεχές «Γίγνεσθαι», δηλαδή όπως είπαμε πιο πάνω, ταυτίζοντας την «Φύση» με το «Είναι».
Τελειώνοντας ας έχουμε υπ’ όψιν τη μεγάλη αλήθεια της ενότητας της ύλης με την κίνηση, που μόνο η διαλεκτική κατάφερε να προσδιορίσει:
Η κίνηση είναι ο τρόπος ύπαρξης της ύλης.
Η ύλη χωρίς την κίνηση είναι αδιανόητη, όπως και κίνηση χωρίς την ύλη.
Η κίνηση είναι η πηγή και ταυτόχρονα το προϊόν της αλληλεξάρτησης των μορφών της ύλης.
Τέλος η ύλη είναι άφθαρτη, όπως και η κίνηση αέναη στον χρόνο!
Περισσότερα βλέπε Ε. Μπιτσάκη «Διαλεκτική και Νεώτερη Φυσική» και «Το Είναι και το Γίγνεσθαι» Εκδόσεις Δαίδαλος 2001 και 2003 αντίστοιχα.
Μια αντίστοιχη επιστημονική κρίση βρίσκεται πάλι εν όψει από την δεκαετία του ΄70 στην θεωρητική φυσική. Είναι η κρίση που δημιούργησαν οι «Υπερχορδές» μπροστά στο δίλημμα των πολλαπλών διαστάσεων και της αδυναμίας να αποδειχτούν πειραματικά! Ειλικρινά, δεν ξέρω πώς μπορεί να ξεπεραστεί η κρίση αυτή. Όλα τα ερευνητικά κέντρα προσπαθούν να αποδείξουν τις υποθέσεις που πάνω από τριάντα χρόνια κάνουν ερευνητές της θεωρητικής φυσικής αμφισβητώντας πολλές φορές και το Καθιερωμένο Πρότυπο της Φυσικής. Ο χρόνος θα δείξει πώς θα ξεπεραστεί και η κρίση αυτή, εν όψει και των πρόσφατων πειραμάτων στον επιταχυντή του Cern για την αναζήτηση του σωματιδίου Higgs.
Όμως σχετικά με την θεωρία χορδών δεν είναι μόνο δύσκολο να αποδειχτεί, αλλά το ίδιο και να διαψευστεί, αφού κάποιοι όχι σαν θεωρία δεν την υπολογίζουν, αλλά ούτε και σαν μοντέλο φυσικής την δέχονται, παρά μόνο σαν μια «διαίσθηση».
Μιας και μου δίνεται η ευκαιρία και η ανάρτηση τελείωσε, ας σας πω ότι η θεωρία των χορδών, όπως λέει και ο διάσημος θεωρητικός φυσικός Lee Smolin «κατέχει δεσπόζουσα θέση στην ακαδημαϊκή κοινότητα, ώστε στην πράξη όποιος νεαρός θεωρητικός φυσικός δεν ακολουθεί αυτήν την περιοχή έρευνας είναι σαν να καταστρέφει την ίδια την καριέρα του»!
«Στην Αμερική» λέει αλλού «όσοι θεωρητικοί ακολουθήσουν διαφορετικές από την θεωρία χορδών προσεγγίσεις της θεμελιακής φυσικής δεν θα έχουν σχεδόν καμιά ευκαιρία να σταδιοδρομήσουν»! Βλέπε Lee Smolin «Θεωρία Χορδών. Όλα ή Τίποτα;» εκδόσεις Τραυλός 2008.
Μας περιμένουν δυο ακόμα αναρτήσεις στις οποίες θα ασχοληθούμε με την σχετικότητα και την κβαντομηχανική και αντίστοιχα με τις διαστρεβλώσεις που δημιουργεί η εσφαλμένη φιλοσοφική ερμηνεία των νέων δεδομένων στην θεωρητική φυσική.