
Δηλαδή το αληθινό δεν αντανακλά το αντικείμενο, την πραγματικότητα αλλά το υποκείμενο. Εμάς, την θέλησή μας, τον εγωισμό μας, τις ελλιπείς γνώσεις μας και πρώτα απ’ όλα την βεβαιότητά μας, ότι αυτό που μας δίδαξαν είναι το σωστό. Ο ιδεαλισμός γεννά το Απόλυτο και το Δόγμα. Γι αυτό, τη θεώρηση αυτή, την βλέπουμε κυρίως στους πιστούς των θρησκειών. Η βεβαιότητα τους κάνει ακλόνητους στις πεποιθήσεις τους, δογματικούς στις ιδέες τους, αγύριστους και επιθετικούς στην συμπεριφορά τους, αυτό που στο αποκορύφωμα με μια λέξη εννοούμε φονταμενταλισμό! Όμως και στους υλιστές, πολλές φορές, υπάρχει η βεβαιότητα που οδηγεί στο απόλυτο και δυστυχώς στην πλάνη και τη σκόπελο αυτή πολλές φορές δε την αποφεύγουν ούτε και διάνοιες.
Αρκετά πλατειάσαμε όμως, ας τα πάρουμε από την αρχή.
Στους αντικειμενικούς ιδεαλιστές η αλήθεια είναι αναλλοίωτα αιώνια, είναι η απόλυτη ιδιότητα των ιδεατών αντικειμένων (Πλάτων, Αυγουστίνος).
Στους υποκειμενικούς ιδεαλιστές η αλήθεια εξαρτάται απόλυτα από εμάς, από τη δραστηριότητά μας και την υπάρχουσα γνώση, από τη βούληση και τις επιθυμίες μας, δηλαδή μόνο από υποκειμενικούς παράγοντες (πίστη χωρίς φιλοσοφική κατεύθυνση).
Όμως, αν η αλήθεια είναι η επαρκής αντανάκλαση του αντικειμένου από το υποκείμενο, αυτό σημαίνει ότι από την ερμηνεία που δίνουμε στην «Εμπειρία» θα εξαρτηθεί πώς βλέπουμε τον κόσμο.Οι ιδεαλιστές-εμπειριστές περιόριζαν την εμπειρία στο σύνολο των αισθημάτων και αρνούνταν ότι στη βάση της εμπειρίας βρισκόταν ο αντικειμενικός κόσμος (Μπέρκλευ, Χιούμ).
Οι υλιστές-εμπειριστές αντίθετα υποστήριζαν ότι πηγή της εμπειρίας είναι μόνο ο υλικός κόσμος (Μπαίηκον, Χόμπς, Λοκ, Ντιντερό, Ελβέτιους).
Οι ορθολογιστές πίστευαν ότι η λογική νόηση δεν μπορεί να βασίζεται στην εμπειρία γιατί αυτή δίνει ασαφή γνώση και οδηγεί στην πλάνη. Γι αυτό υποστήριζαν ότι το λογικό έχει την ικανότητα της νοητικής ενόρασης, την κατανόηση δηλαδή της αλήθειας άμεσα, παρακάμπτοντας το αισθητηριακό-εμπειρικό επίπεδο της γνωστικής διαδικασίας (Ντεκάρτ, Σπινόζα, Λαίμπνιτς). Ο Καντ άσκησε κριτική τόσο στους ορθολογιστές της νοητικής ενόρασης όσο και στους εμπειριστές που δέχονταν το σύνολο των αισθητηριακών δεδομένων. Ο Καντ έκανε λόγο για προεμπειρικές μορφές νόησης που κατέληγαν μέχρι την αυθαίρετη δημιουργική φαντασία.
Στους αντικειμενικούς ιδεαλιστές η αλήθεια είναι αναλλοίωτα αιώνια, είναι η απόλυτη ιδιότητα των ιδεατών αντικειμένων (Πλάτων, Αυγουστίνος).
Στους υποκειμενικούς ιδεαλιστές η αλήθεια εξαρτάται απόλυτα από εμάς, από τη δραστηριότητά μας και την υπάρχουσα γνώση, από τη βούληση και τις επιθυμίες μας, δηλαδή μόνο από υποκειμενικούς παράγοντες (πίστη χωρίς φιλοσοφική κατεύθυνση).
Όμως, αν η αλήθεια είναι η επαρκής αντανάκλαση του αντικειμένου από το υποκείμενο, αυτό σημαίνει ότι από την ερμηνεία που δίνουμε στην «Εμπειρία» θα εξαρτηθεί πώς βλέπουμε τον κόσμο.Οι ιδεαλιστές-εμπειριστές περιόριζαν την εμπειρία στο σύνολο των αισθημάτων και αρνούνταν ότι στη βάση της εμπειρίας βρισκόταν ο αντικειμενικός κόσμος (Μπέρκλευ, Χιούμ).
Οι υλιστές-εμπειριστές αντίθετα υποστήριζαν ότι πηγή της εμπειρίας είναι μόνο ο υλικός κόσμος (Μπαίηκον, Χόμπς, Λοκ, Ντιντερό, Ελβέτιους).
Οι ορθολογιστές πίστευαν ότι η λογική νόηση δεν μπορεί να βασίζεται στην εμπειρία γιατί αυτή δίνει ασαφή γνώση και οδηγεί στην πλάνη. Γι αυτό υποστήριζαν ότι το λογικό έχει την ικανότητα της νοητικής ενόρασης, την κατανόηση δηλαδή της αλήθειας άμεσα, παρακάμπτοντας το αισθητηριακό-εμπειρικό επίπεδο της γνωστικής διαδικασίας (Ντεκάρτ, Σπινόζα, Λαίμπνιτς). Ο Καντ άσκησε κριτική τόσο στους ορθολογιστές της νοητικής ενόρασης όσο και στους εμπειριστές που δέχονταν το σύνολο των αισθητηριακών δεδομένων. Ο Καντ έκανε λόγο για προεμπειρικές μορφές νόησης που κατέληγαν μέχρι την αυθαίρετη δημιουργική φαντασία.
Ο διαλεκτικός υλισμός ξεκινά από το ότι η εμπειρία έχει αντικειμενικό περιεχόμενο που εξαρτάται από την ανάπτυξη της πρακτικής και της γνωστικής δραστηριότητας του ανθρώπου. Εδώ βλέπουμε ότι ο διαλεκτικός υλισμός ξεπέρασε το θεωρητικό χαρακτήρα του μηχανιστικού υλισμού, της εμπειρικής αντανάκλασης του αντικειμενικού κόσμου. Η εμπειρία δεν είναι πια το μοναδικό και παθητικό περιεχόμενο της συνείδησης, αλλά ο άνθρωπος μπορεί να την αλλάξει παρεμβαίνοντας και με την πρακτική του πάνω στον εξωτερικό του κόσμο.
Έτσι η αλληλοεπίδραση του κοινωνικού υποκειμένου με τον εξωτερικό κόσμο κάνει τη γνώση να εμπλουτίζεται ακόμα πιο πολύ.
Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι, αισθητηριακή εμπειρία και θεωρητική σκέψη είναι δύο απαραίτητα στοιχεία της διαδικασίας της γνώσης που βρίσκονται σε διαλεκτική αλληλεπίδραση μεταξύ τους!Γι αυτό και η αλήθεια είναι ανεξάρτητη από υποκειμενικές γνώμες, επιθυμίες και προθέσεις!
Πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε το αληθινό απ’ αυτό που διακαώς επιθυμούμε να είναι αληθινό!Όμως αυτό που λέμε αντικειμενική γνώση δεν είναι ποτέ μία αιώνια αλήθεια που δόθηκε άπαξ και δεν δύναται να αλλάξει. Μία τέτοια άποψη θα μετέτρεπε την κάθε γνώση σε ένα αναλλοίωτο δόγμα.
Την γνώση την κατακτούμε σταδιακά και διαρκώς με μεγαλύτερη προσέγγιση. Γι αυτό κάθε αντικειμενική αλήθεια είναι ταυτόχρονα μία σχετική αλήθεια. Όμως μεταξύ σχετικού και απόλυτου υπάρχει μια διαλεκτική αμοιβαία σχέση.
Η ανθρώπινη γνώση μπορεί να πλησιάσει την «απόλυτη» αλήθεια μόνο μέσα από την γνώση διαρκώς νέων σχετικών αληθειών. Ο γνωστικός αυτός δρόμος είναι ατέλειωτος. Ποτέ δεν θα υπάρξει οριστικό τέλος με αυτό που κάποιοι αποκαλούν «Απόλυτη αλήθεια», μια γνώση δηλαδή δοσμένη μια για πάντα, γιατί αυτό θα βρισκόταν σε αντίφαση με τους βασικούς νόμους της διαλεκτικής σκέψης.
Η αλήθεια είναι μία διαδικασία με εσωτερικές αντιθέσεις και συνδέεται με το συνεχές ξεπέρασμα των λαθών του παρελθόντος. Η επιστημονική γνώση δεν είναι σοφία, ούτε βίβλος απόλυτων και ακλόνητων αληθειών, άλλα διαδικασία που καθορίζει την αλήθεια από το υποθετικό και το κατά προσέγγιση προς το ουσιαστικό, το ακριβέστερο και γενικό. Η αλήθεια είναι σχετική εφόσον η νόηση αντανακλά το αντικείμενο όχι πλήρως αλλά μέσα στα γνωστά πλαίσια. Συνεχώς όμως θα προωθείται στο μέτρο που οι άνθρωποι τελειοποιούν τα εργαλεία παραγωγής και τα μέσα που αποκτούν τις γνώσεις τους. Να γιατί, στην διαλεκτική, λέμε ότι η αλήθεια είναι έννοια ιστορική.
Την γνώση την κατακτούμε σταδιακά και διαρκώς με μεγαλύτερη προσέγγιση. Γι αυτό κάθε αντικειμενική αλήθεια είναι ταυτόχρονα μία σχετική αλήθεια. Όμως μεταξύ σχετικού και απόλυτου υπάρχει μια διαλεκτική αμοιβαία σχέση.
Η ανθρώπινη γνώση μπορεί να πλησιάσει την «απόλυτη» αλήθεια μόνο μέσα από την γνώση διαρκώς νέων σχετικών αληθειών. Ο γνωστικός αυτός δρόμος είναι ατέλειωτος. Ποτέ δεν θα υπάρξει οριστικό τέλος με αυτό που κάποιοι αποκαλούν «Απόλυτη αλήθεια», μια γνώση δηλαδή δοσμένη μια για πάντα, γιατί αυτό θα βρισκόταν σε αντίφαση με τους βασικούς νόμους της διαλεκτικής σκέψης.
Η αλήθεια είναι μία διαδικασία με εσωτερικές αντιθέσεις και συνδέεται με το συνεχές ξεπέρασμα των λαθών του παρελθόντος. Η επιστημονική γνώση δεν είναι σοφία, ούτε βίβλος απόλυτων και ακλόνητων αληθειών, άλλα διαδικασία που καθορίζει την αλήθεια από το υποθετικό και το κατά προσέγγιση προς το ουσιαστικό, το ακριβέστερο και γενικό. Η αλήθεια είναι σχετική εφόσον η νόηση αντανακλά το αντικείμενο όχι πλήρως αλλά μέσα στα γνωστά πλαίσια. Συνεχώς όμως θα προωθείται στο μέτρο που οι άνθρωποι τελειοποιούν τα εργαλεία παραγωγής και τα μέσα που αποκτούν τις γνώσεις τους. Να γιατί, στην διαλεκτική, λέμε ότι η αλήθεια είναι έννοια ιστορική.
Δεν μπορώ όμως χωρίς να αναφέρω και δυο τρεις αράδες από τον αγαπημένο μου Μπιτσάκη.
«Η αλήθεια δεν είναι προϊόν της σχέσης της νόησης με τον εαυτό της, αλλά της σχέσης της νόησης με τον κόσμο. Έτσι η αλήθεια δεν είναι ανάμνηση του κόσμου των ιδεών, δεν είναι αποκάλυψη, δωρεά του Υπέρτατου Νου, δεν εξαρτάται από έμφυτες ιδέες, δεν επιβάλλεται από τη νόηση χάρη σε προεμπειρικούς τύπους και κατηγορίες, δεν είναι πορεία προς την αυτοσυνείδηση. Η αλήθεια είναι συμφωνία της νόησης με την πραγματικότητα και κατακτιέται μέσα από την κοινωνική πράξη ως η θεωρητική της γενίκευση και ως οδηγός της. Γι’ αυτό η αλήθεια είναι ιστορικά καθορισμένη, δηλαδή σχετική και ταυτόχρονα ιστορικά αντικειμενική. Το σχετικό είναι στιγμή του απόλυτου. Άρα η σχετικότητα δεν αντιφάσκει με την αντικειμενικότητα, αν και τις δυο τις δούμε ιστορικά» (Ευτύχης Μπιτσάκης «Δρόμοι της Διαλεκτικής» Εκδόσεις Άγρα σελ.142-143).
Αυτό όμως που πρέπει να κρατήσουμε από το άρθρο αυτό είναι ο διαλεκτικός χαρακτήρας της γνώσης που παράλληλα το επιβεβαιώνει και η ιστορία της επιστήμης: οι γνώσεις μας αναπτύσσονται, βαθαίνουν, συγκεκριμενοποιούνται και τελειοποιούνται, όχι άπαξ και δια παντός, αλλά ιστορικά και κοινωνικά. Οι θεωρίες διαρκώς ελέγχονται, κάποιες υποθέσεις απορρίπτονται, άλλες γεννιούνται και άλλες επιβεβαιώνονται και γίνονται αποδεδειγμένες αλήθειες. Όμως και αυτές στο μέλλον πάλι θα υποστούν τον έλεγχο, κάτω από την τελειοποίηση των εργαλείων και των νέων μέσων που θα ανακαλυφτούν.
Να ένα παράδειγμα που απεικονίζει με τον καλύτερο τρόπο την εξέλιξη των ιδεών ή αυτό που ονομάζουμε αλήθεια.
Όταν ο Αϊνστάιν έβαλε κάτω τα χαρτιά του για να επινοήσει την «θεωρία της σχετικότητας» στο νου του πλανιόταν ακόμα ο αιθέρας.
Γρήγορα ο αιθέρας έγινε ηλεκτρομαγνητικό πεδίο και αργότερα φωτόνιο ορισμένης ενέργειας.
Παρά τα δεδομένα της επιστήμης που άλλαζαν με το χρόνο ο πιο κάτω διαλεκτικός νόμος από τον 19ο αιώνα διατηρεί όλη του την αίγλη! «Το αίσθημα είναι ο άμεσος δρόμος της συνείδησης με τον εξωτερικό κόσμο, η μετατροπή της ενέργειας της εξωτερικής διέγερσης σε δεδομένο της συνείδησης».
«Η αλήθεια δεν είναι προϊόν της σχέσης της νόησης με τον εαυτό της, αλλά της σχέσης της νόησης με τον κόσμο. Έτσι η αλήθεια δεν είναι ανάμνηση του κόσμου των ιδεών, δεν είναι αποκάλυψη, δωρεά του Υπέρτατου Νου, δεν εξαρτάται από έμφυτες ιδέες, δεν επιβάλλεται από τη νόηση χάρη σε προεμπειρικούς τύπους και κατηγορίες, δεν είναι πορεία προς την αυτοσυνείδηση. Η αλήθεια είναι συμφωνία της νόησης με την πραγματικότητα και κατακτιέται μέσα από την κοινωνική πράξη ως η θεωρητική της γενίκευση και ως οδηγός της. Γι’ αυτό η αλήθεια είναι ιστορικά καθορισμένη, δηλαδή σχετική και ταυτόχρονα ιστορικά αντικειμενική. Το σχετικό είναι στιγμή του απόλυτου. Άρα η σχετικότητα δεν αντιφάσκει με την αντικειμενικότητα, αν και τις δυο τις δούμε ιστορικά» (Ευτύχης Μπιτσάκης «Δρόμοι της Διαλεκτικής» Εκδόσεις Άγρα σελ.142-143).
Αυτό όμως που πρέπει να κρατήσουμε από το άρθρο αυτό είναι ο διαλεκτικός χαρακτήρας της γνώσης που παράλληλα το επιβεβαιώνει και η ιστορία της επιστήμης: οι γνώσεις μας αναπτύσσονται, βαθαίνουν, συγκεκριμενοποιούνται και τελειοποιούνται, όχι άπαξ και δια παντός, αλλά ιστορικά και κοινωνικά. Οι θεωρίες διαρκώς ελέγχονται, κάποιες υποθέσεις απορρίπτονται, άλλες γεννιούνται και άλλες επιβεβαιώνονται και γίνονται αποδεδειγμένες αλήθειες. Όμως και αυτές στο μέλλον πάλι θα υποστούν τον έλεγχο, κάτω από την τελειοποίηση των εργαλείων και των νέων μέσων που θα ανακαλυφτούν.
Να ένα παράδειγμα που απεικονίζει με τον καλύτερο τρόπο την εξέλιξη των ιδεών ή αυτό που ονομάζουμε αλήθεια.
Όταν ο Αϊνστάιν έβαλε κάτω τα χαρτιά του για να επινοήσει την «θεωρία της σχετικότητας» στο νου του πλανιόταν ακόμα ο αιθέρας.
Γρήγορα ο αιθέρας έγινε ηλεκτρομαγνητικό πεδίο και αργότερα φωτόνιο ορισμένης ενέργειας.
Παρά τα δεδομένα της επιστήμης που άλλαζαν με το χρόνο ο πιο κάτω διαλεκτικός νόμος από τον 19ο αιώνα διατηρεί όλη του την αίγλη! «Το αίσθημα είναι ο άμεσος δρόμος της συνείδησης με τον εξωτερικό κόσμο, η μετατροπή της ενέργειας της εξωτερικής διέγερσης σε δεδομένο της συνείδησης».
Εν κατακλείδι ποιο είναι το κριτήριο της αλήθειας;
Το κριτήριο της αλήθειας δεν βρίσκεται στη νόηση αυτή καθαυτή, όπως νομίζουν μερικοί.
Ούτε στην εκτός υποκειμένου πραγματικότητα που νομίζουν κάποιοι άλλοι.
Στη συνείδησή μας, αληθινό και αντικειμενικό, είναι αυτό που άμεσα ή έμμεσα επιβεβαιώθηκε στην πράξη ή αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί.
Το λογικό κριτήριο της αλήθειας λοιπόν είναι παράγωγο του πρακτικού. Κι αυτό γιατί η πράξη αποδεικνύει, μέσα από την επικύρωση, την αντικειμενικότητα της αλήθειας.
Για να το θυμάστε έχετε στο νου σας αυτό: Δεν μετράνε τα λόγια, οι πράξεις μετράνε!
Να και ένα παράδειγμα: οι χριστιανοί λένε ότι η θρησκεία τους είναι αγάπη!
Είναι μια αληθής πρόταση αυτή; Τώρα, μόνο η ιστορία χρειάζεται για να επιβεβαιωθεί ότι αυτό δεν είναι αλήθεια.

