
Δεν θα επικεντρωθούμε τόσο στο θέμα του θεού, που λίγο πολύ σε κάθε άρθρο κάνουμε, αλλά στο ζήτημα της ευτυχίας και του θανάτου που έμμεσα άπτεται και του θεού. Το έχουμε πει τόσες φορές και θα το ξαναπούμε:
Ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τη δική του ύπαρξη κι όμως διακαώς αγωνίστηκε να αποδείξει την ύπαρξη του θεού και όχι μόνο.
Πώς αντιλαμβάνεται όμως ο άνθρωπος τη δική του ύπαρξη; Η αντίληψη του ανθρώπου σαν ύπαρξη μέσα στον κόσμο ήταν ένα αναπόφευκτο ερώτημα που όχι μόνο γέννησε τον υπαρξιακό του προβληματισμό, αλλά τον γέμισε με δέος και αγωνία. Αντικρίζοντας το όλο, ο άνθρωπος αισθάνθηκε τόσο μικρός και αδύναμος… Μπροστά σε ένα εχθρικό περιβάλλον, αναγκάστηκε να βρει προστασία σε κάτι που θα τον έβγαζε από τη μηδαμινότητά του και παράλληλα θα τον προστάτευε. Ό,τι τον μηδένιζε ήταν Κακό και ό,τι τον ένωνε με το όλο ήταν Καλό.
Ανάμεσα στο δυϊσμό του Καλού και του Κακού έκτισε τη λογική του, τη φιλοσοφία του, τη θρησκεία του, όπως μας την κατέγραψε η ιστορική του διαδρομή.
Οι αποκαλυπτικές θρησκείες όμως νόθευσαν το Καλό και το Κακό. Η ιδιοτέλεια εμπότισε τα πάντα. Οι πιστοί δεν αναφέρονται πια στο σύνολο της κοινωνίας, αλλά στην ατομική ψυχή τους.
Κάποιος, πιστεύουν, που ακολουθεί πιστά το δόγμα και τα μυστήρια της εκκλησίας, απομονωμένος στην κορυφή ενός βουνού, έχει εξασφαλίσει την πόρτα του παραδείσου ανοιχτή, σε αντίθεση από κάποιον που ήταν άθεος και πέθανε ηρωικά στο μετερίζι για την ευτυχία των άλλων!
Όταν όμως ο Άγιος Αυγουστίνος θεωρούσε ότι η ευτυχία δε βρίσκεται στη διάρκεια της επίγειας ζωής μας, αντιλαμβανόμαστε τι ήθελε να πει, όμως όταν έλεγε «σε κάθε εποχή θεωρήθηκε είτε ως αυταπάτη, δέλεαρ, ψευδαίσθηση, άπιαστο όνειρο, ακόμα και σύμπτωμα τρέλας» αντιλαμβανόμαστε ότι θεωρούσε την ευτυχία σαν δέλεαρ υλικών απολαύσεων, συγχέοντας την ευτυχία με την ευδαιμονία της επίγειας ζωής και αντιφάσκοντας με την βαθιά του πίστη. Η τάση του ανθρώπου προς την προσωπική, αποκλειστικά, ευτυχία αποσπασμένη από σκοπούς της κοινωνίας, εκφυλίζεται με εγωισμούς που καταπατούν τα συμφέροντα των άλλων.
Να γιατί η αντίληψή μας για την ευτυχία εκφράζει την αντίληψη που έχουμε για το πώς πρέπει να είναι η ζωή του ανθρώπου. Θέλω να πω ότι η έννοια της ευτυχίας έχει αξιολογικό χαρακτήρα.
Τι αξιολογικό χαρακτήρα είχε η ρήση του Ιωάννη, του λεγόμενου Χρυσόστομου, όταν αξιολογούσε τη ζωή σαν «κοιλάδα θλίψης και δακρύων»… και μέσα στην φτώχεια και την κακομοιριά των πιστών του 4ου αιώνα η νεοσύστατη Εκκλησία των Χριστιανών κολυμπούσε στη δόξα και το χρυσάφι…

Ο Επίκουρος θεωρούσε την Ηδονή σαν αρχή και σκοπό της ευδαιμονίας. Την θεωρούσε σαν πρωταρχικό και συγγενικό αγαθό με τη φύση μας, γιατί μας απαλλάσσει από τον πόνο, την αγωνία, τις λύπες και τους φόβους. Θέτοντας όμως την ηδονή σαν σκοπό της ζωής, δεν εννοούσε τις ηδονές των ασώτων και τις άλλες επίφοβες και παράλογες απολαύσεις, που συνήθιζε ο άνθρωπος με τα μεθύσια και τα ξεφαντώματα, αφού και αυτά δημιουργούν ταραχή στην ψυχή του. Κυρίως εννοούσε την αποφυγή του πόνου, συνέπεια της νηφάλιας λογικής, διώχνοντας κάθε φόβο και διαλύοντας φαντασιώσεις που του φέρνουν ταραχή και τον απομακρύνουν από την ευδαιμονία της ζωής. Όταν ο άνθρωπος απαλλάσσεται από αυτά τα δεινά τότε είναι πραγματικά ευτυχισμένος.

Κάποιοι όμως διαλέγουν ακόμα και σήμερα το δεύτερο και το φωνάζουν δυνατά «μακάριοι οι φτωχοί τω πνεύματι»!
Μην σας ξενίζει όμως ο παραλογισμός αυτός.
Μεγάλο παράγοντα φόβου θεωρούσε ο Επίκουρος το θάνατο, που ο σώφρων έπρεπε να διώξει πάση θυσία. «Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα» έλεγε στο μαθητή του Μενοικέα «ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς!». Η αισθησιοκρατία του άλλωστε πρόσταζε «…ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται κι ό,τι δεν αισθάνεται δε μας αφορά»!
Η αλήθεια, λένε, λέγεται με λίγα λόγια και κυρίως απλά, που δεν προσπαθούν με σοφιστείες να σε πείσουν, αλλά σε πείθουν με την απλή λογική τους.
Γι αυτό και δεν έχω τίποτα άλλο να πω!