
Η άποψη πως η επανάσταση άρχισε στην Αγ. Λαύρα, υψώνοντας το λάβαρο της μονής με τη χρυσοκεντημένη εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Επινοήθηκε αργότερα για να εμψυχώσει και τους υπόλοιπους χριστιανούς που μέχρι τότε είχαν ακόμα ενδοιασμούς για την έκβαση του αγώνα.
Ο θρύλος της Αγίας Λαύρας ήταν επινόηση του Γάλλου ιστορικού Πουκεβίλ που έγραψε την ιστορία της Ελληνικής επανάστασης το 1824. (Βλ. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» Εκδοτική Αθηνών τόμος ΙΒ΄ σελ. 83).
Στις 23 Μαρτίου απελευθερώθηκε η Καλαμάτα όπου συστήθηκε μια επαναστατική επιτροπή με την ονομασία «Μεσσηνιακή Γερουσία» που ανέλαβε το συντονισμό της Επανάστασης.

«Αποφασίσαμεν να λάβωμεν τα άρματα και να ορμήσωμεν κατά των τυράννων» έλεγε η «προειδοποίηση» διακηρύσσοντας με ανακούφιση ότι «άπαντες πνέουν πνοήν ελευθερίας και τίποτα άλλο δε φρονούν παρά μοναχά ελευθερία». Ζητώντας τη συνδρομή και τη βοήθεια των εξευγενισμένων ευρωπαϊκών γενών μόνο την ελευθερία εξυμνούν ξανά και ξανά. «Η γλώσσα μας η αδυνατούσα εις το να προσφέρει λόγον εκτός των ανωφελών παρακλήσεων, προς εξιλέωσιν των βαρβάρων τυράννων, τώρα μεγαλοφώνως φωνάζει και κάμνει να αντηχεί ο αήρ το γλυκύτατον όνομα της ελευθερίας. Εν ένι λόγω όλοι αποφασίσαμεν ή να απελευθεροθώμεν ή να πεθάνωμεν».
Τη μέρα που γράφονταν αυτές οι συγκινητικές γραμμές, στην Ελλάδα, εξυμνώντας την ελευθερία και δείχνοντας την αποφασιστικότητα και τον ηρωισμό των Ελλήνων να ελευθερωθούν ή να πεθάνουν στον αγώνα τους ενάντια στη βδελυρή τυραννία των Τούρκων, το πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη αφόριζε την επανάσταση!

Από την 1η Μαρτίου που τα γεγονότα της Μολδαβίας είχαν φτάσει στην Πόλη, τρόμο και αναστάτωση σκόρπισαν στην Πύλη και το Πατριαρχείο. Ο Σουλτάνος προετοιμάστηκε στρατιωτικά, δείχνοντας τα δόντια σε κάθε ύποπτο της Πόλης. Ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ αποφάσισε σύγκλιση Ιεράς Συνόδου προκειμένου να πείσει το Σουλτάνο ότι το πατριαρχείο παρέμεινε πιστό στην ταπεινότερη υποταγή («πιστόν ραγιαλίκιον»).

Στιγματίζοντας την επανάσταση, την αναφέρουν σαν «έργον μιαρόν, θεοστυγές και ασύνετον, θέλοντες να διαταράξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας, την οποίαν απολαμβάνουσιν υπό την αμφιλαφή αυτής σκιάν με τόσα ελευθερίας προνόμια, όσα δεν απολαμβάνει άλλο έθνος υποτελές και υποκείμενον, ζώντες ανενόχλητοι με τας γυναίκας και τα τέκνα των, με τας περιουσίας και καταστάσεις, και με την ύπαρξιν της τιμής των, και κατ' εξοχήν με τα προνόμια της θρησκείας, ήτις διεφυλάχθη και διατηρείται ασκανδάλιστος μέχρι της σήμερον επί ψυχική ημών σωτηρία.
Αντί λοιπόν φιλελευθέρων εφάνησαν μισελεύθεροι, και αντί φιλογενών και φιλοθρήσκων εφάνησαν μισογενείς, μισόθρησκοι και αντίθεοι, διοργανίζοντες, φευ, οι ασυνείδητοι με τα απονενοημένα κινήματά των την αγανάκτησιν της ευμενούς κραταιάς βασιλείας εναντίον των ομογενών μας υπηκόων της, και σπεύδοντες να επιφέρωσι κοινόν και γενικόν τον όλεθρον εναντίον παντός του γένους».
Αυτοί οι αχρείοι και κακόβουλοι, επινόησαν, γράφει ο αφορισμός «και εταιρίαν τοιαύτην συστησάμενοι προς αλλήλους συνεδέθησαν και με το δεσμόν του όρκου, γινωσκέτωσαν, ότι ο όρκος αυτός είναι όρκος απάτης, είναι αδιάκριτος, και όμοιος με τον όρκον του Ηρώδου, όστις, διά να μη φανή παραβάτης του όρκου του, απεκεφάλισεν τον Ιωάννην τον βαπτιστήν».
Η πιστή τήρηση του όρκου χαρακτηρίστηκε «ολεθρία και θεομίσητος… διά τούτο τη χάριτι του παναγίου Πνέυματος έχει η εκκλησία αυτόν διαλελυμένον, και αποδέχεται και συγχωρεί εκ καρδίας τους μετανοούντας και επιστρέφοντας, και την προτέραν απάτην ομολογούντας, και το πιστόν ρεαγιαλίκι αυτών εναγκαλιζομένους ειλικρινώς. Ταύτα αμέσως να κοινολογήσετε εις όλους του γνωστούς σας, και να κατασταθήτε όλοι προσεκτικώτεροι, ανατρέποντες και διαλύοντες ως αραχνιώδη υφάσματα, όσα η απάτη και η κακοβουλία των πρωταιτίων εκείνων καθ' οιονδήτινα τρόπον συνέπλεξε».
Λίγο πιο κάτω, οι αδιάντροποι, έγραφαν «Εκείνους δε τους ασεβείς πρωταιτίους και απονενοημένους φυγάδας και αποστάτας ολεθρίους να τους μισήτε και να τους αποστρέφεσθε και διανοία και λόγω, καθότι και η εκκλησία και το γένος τους έχει μεμισημένους, και επισωρέυει κατ' αυτών τας παλαμναιοτάτας και φρικωδεστάτας αράς ως μέλη σεσηπότα, τους έχει αποκεκομμένους της καθαράς και υγιαινούσης χριστιανικής ολομελείας ως παραβάται δε των θείων νόμων και κανονικών διατάξεων, ως καταφρονηταί του ιερού χρήματος της προς τους ευεργέτας ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας, ως εναντίοι ηθικών και πολιτικών όρων, ως την απώλειαν των αθώων και ανευθύνων ομογενών μας ασυνειδήτως τεκταινόμενοι, αφωρισμένοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι, και μετά θάνατον άλυτοι, και τω αιωνίω υπόδικοι αναθέματι».

Το συνοδικό αφορισμό υπέγραψαν πάνω στην Αγία Τράπεζα αφού πρώτα ιερούργησαν και μετά στάλθηκε με ειδικούς εξάρχους προς την Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα και Αιγαίο, περιοχές που ήταν πιθανές να ξεσπάσει επανάσταση, νουθετώντας προς κάθε εκκλησιαστικό και πολιτικό άρχοντα.
Την επόμενη μέρα (24/3), ο Σουλτάνος, ξεχωρίζοντας «την ήρα από το στάρι» έκανε περισσότερες εκκαθαρίσεις στην Πόλη, αν και οι Φαναριώτες έμειναν κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια τους.
Το Πατριαρχείο, όπως και με τον αφορισμό των κλεφτών ή την υποστήριξη του ρωσοτουρκικού πολέμου ενάντια στην επανάσταση των Ιονίων νήσων, έκανε το καθήκον του συμπλέοντας με την «κοινή ημών ευεργέτιδα και τροφό κραταιάς και αητήτου βασιλείας» κολακεύοντας, όσο δεν έπαιρνε άλλο, την Πύλη.


Ουαί, ουαί… προδότες!
Αν ο θεός τους συμβούλευσε έτσι να κάνουν, φαίνεται δεν είχαν καλό σύμβουλο, γιατί μόλις τα νέα από την Πελοπόννησο έφτασαν στην Πόλη, το βράδυ της 31ης Μαρτίου, η σφαγή που τόσο φοβόντουσαν οι «άγιοι πατέρες» έγινε ακόμα σκληρότερη! Ο Σουλτάνος θεώρησε ότι ο πατριάρχης τον εμπαίζει.
Ο ποιμήν της ορθοδοξίας ανήμπορος να επιβληθεί στο ποίμνιό του ήταν αχρείαστος για την Πόλη και αχάριστος που δεν εκτίμησε τα προνόμια και τις ελευθερίες που του έδωσε ο Σουλτάνος. Απέκλεισε την έξοδο των ελληνικών οικογενειών από την Πόλη μέχρι να απογραφούν οι οικογένειες των Πελοποννησίων, Αιγαιοπελαγιτών και Στερεοελλαδιτών που θεωρήθηκαν ύποπτοι.

Το Μάιο, ο Σουλτάνος, επιβίβασε σε πλοία πάνω από 500 Πελοποννήσιους που έμεναν στην Πόλη και τους έπνιξε ανοιχτά στη θάλασσα. Το ίδιο έκανε τον επόμενο μήνα με τους Αιγαιοπελαγίτες και Στερεοελλαδίτες μόλις μάθαινε τη συμμετοχή τους στην επανάσταση. Στις 4 Ιουνίου απαγχόνισε το Δέρκωνα Γρηγόριο, τον Ανδριανουπόλεως Δωρόθεο Πρώιο, το Θεσσαλονίκης Ιωσήφ και τον Τυρνάβου Ιωαννίκιο. Η αφοριστική τους συναπόφαση, τελικά, δεν τους έσωσε. Ο σουλτάνος δεν ήταν ηλίθιος. Κάτω από το άγχος των περιστάσεων, το πιο σωστό ήταν να δώσει ένα μάθημα προς παραδειγματισμό!

Η επανάσταση στην Ελλάδα όμως προχώρησε είτε το’ θελαν μερικοί είτε όχι. Όταν σύσσωμος ο ελληνικός λαός, αδιαφορώντας και αψηφώντας τους συνοδικούς και ατομικούς αφορισμούς, έλαμψε με την ηρωική του παρουσία και η επανάσταση ξεσήκωσε και τον τελευταίο ραγιά. Τότε, ακόμα και οι πιο δύσπιστοι σκληροπυρηνικοί και αντιδραστικοί ιεράρχες θέλησαν να βάλουν, αν και με κρύα καρδιά, και τη δική τους σφραγίδα στην υπόθεση του ξεσκλαβώματος.
Προσφιλής τακτική, κάθε αντιδραστικής δύναμης, όταν αισθάνεται ότι χάνει και το τελευταίο λαϊκό έρεισμα. Εγκαταλείπει τον κατακτητή, που στη συνείδηση όλων καταδικάζεται, περνώντας με το λαό που καταξιώνει κάθε αγώνα γράφοντας με ηρωικά γράμματα την ιστορία του. [2]

Για το ηρωικό έπος του 1821 δεν έχουμε να πούμε τίποτα γιατί θα βγαίναμε από το θέμα και τους σκοπούς του βιβλίου αυτού. Η προπαρασκευή του αγώνα μας ενδιέφερε γιατί κυριαρχείται από τις νέες ιδέες που αποτυπώθηκαν στις αρχές του δυτικού διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.
Η προπαρασκευή του αγώνα όμως, μεταξύ άλλων, δείχνει την εναγώνια εστίαση του υπόδουλου ελληνισμού για την απελευθέρωση της πατρίδας από την τυραννία και τον κατακτητή. Σύμφωνα με την «Ελληνική Νομαρχία» τύραννος δεν ήταν μόνο ο σουλτάνος αλλά και ο πατριάρχης.
Πύλη και πατριαρχείο καταδυνάστευαν τον Έλληνα σωματικά και πνευματικά.
«Τι εστί ελευθερία;» ρωτά ο Ανώνυμος Έλληνας και απαντά «Στην αναρχία ελεύθεροι είναι μόνο οι ισχυροί, στη μοναρχία ένας, στην τυραννία κανένας και στη νομαρχία όλοι. Η νομαρχία δηλαδή είναι η ίδια η ελευθερία».

Δυστυχώς όμως, μόνο διοικητικά τη θωράκισε.
Η επανάσταση κατόρθωσε να αποτινάξει τον πνευματικό ζυγό που κρατούσε δέσμιο τον άνθρωπο στις φοβίες και τις προκαταλήψεις του. Τον ανέσυρε από το βαθύ ζόφο στο αέναο φως της Αλήθειας και της πνευματικής Ελευθερίας.
Όμως η αντίδραση δεν μένει με σταυρωμένα χέρια. Η μάχη είναι αδυσώπητη και ο Ανώνυμος Έλλην ζωντανός και επίκαιρος ακόμα και στις μέρες μας.
«Ας εβγάλωμεν, αδερφοί μου, την βρώμαν, δια να αισθανθώμεν την μυρωδίαν των άνθεων. Τα μέσα την σήμερον είναι αρκετά. Η μηχανή, τέλος πάντων, είναι τελειωμένη. Άλλο δεν λείπει, παρά να την κινήση τινας, και έπειτα μόνη της θέλει δουλεύσει».
Δυστυχώς κάθε μονοπάτι, που οδηγεί στην κατάκτηση της Ελευθερίας, είναι δυσκολοδιάβατο και γεμάτο κινδύνους. Όμως είναι και προκλητικό, ιδιαίτερα αν είσαι αγωνιστής και κυρίως άνθρωπος!

1. Αυτοί ήταν: ο Καισαρίας Ιωαννίκιος, ο Νικομηδείας Αθανάσιος, ο Δέρκων Γρηγόριος, ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος, ο Βιζύης Ιερεμίας, ο Σίφνου Καλλίνικος, ο Ηρακλείας Μελέτιος, ο Νικαίας Μακάριος, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, ο Βερροίας Ζαχαρίας, ο Δυδιμοτοίχου Καλλίνικος, ο Βάρνης Φιλόθεος, ο Ρέοντος Διονύσιος, ο Κυζίκου Κωνστάντιος, ο Χαλκηδόνας Γρηγόριος, ο Τυρνάβου Ιωαννίκιος, ο Πισειδίας Αθανάσιος, ο Δρύστας Άνθιμος, ο Σωζοπόλεως Παίσιος, ο Φαναρίου και Φαρσάλων Δαμασκηνός, ο Ναυπάκτου και Άρτης Άνθιμος.
2. Πρόσφατα παραδείγματα στη νεώτερη ιστορία, όπου η αντίδραση συνεργάστηκε με τον κατακτητή ή το δικτάτορα, μπορεί να βρει ο αναγνώστης και στην περίοδο της Εθνικής Αντίστασης (1940-4) και στην περίοδο της εφταετίας (1967-74) που έμεινε γνωστή σαν «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Στην εξέγερση του Πολυτεχνείου όλοι ήμασταν αναρχικοί και αλήτες. Όταν μετά από μερικά χρόνια, στις επετείους, συνέρεε αθρόα ο ελληνικός λαός, καταξιώνοντας την ηρωική εξέγερση των φοιτητών, ακόμα και η Εκκλησία κατέθεσε το δικό της στεφάνι, πλεγμένο με πατριωτική έπαρση και άφθονη υποκρισία.