1. Από τη λαογραφία στην ιστοριογραφία
Η εμπειρία του
παρελθόντος εκφράζεται μέσα από την ιστορία αποτελώντας το απαραίτητο
στοιχείο της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου. Η φιλοσοφία δείχνει ότι την ιστορία
την δημιουργούν οι άνθρωποι. Όμως σύμφωνα με τη μεσαιωνική χριστιανική
φιλοσοφία του Αυγουστίνου την ιστορία την δημιουργεί ο θεός που, σαν πανεπόπτης
και πανταχού παρών, μέσω της θείας πρόνοιας, καθοδηγεί τους πιστούς, σαν
μαριονέτες ηθοποιούς, σύμφωνα και ανάλογα με τη θέλησή του. Εδώ ακριβώς
στρεβλώνεται η πραγματικότητα και παραποιούνται τα ιστορικά γεγονότα. Γι αυτό
και τα ιερά κείμενα δεν μπορούν να μεταφέρουν ιστορικά στοιχεία.
Πρόδρομος της
ιστοριογραφίας ήταν η λαογραφία, που έκανε μεν ιστορική αφήγηση των
γεγονότων, περιείχε λαογραφικό και γεωγραφικό υλικό αλλά ο μυθικός χαρακτήρας
της και η επέμβαση της ειμαρμένης, εξωθούσε την ιστοριογραφία έξω από τα
καθορισμένα πλαίσια της αντικειμενικής πληροφόρησης. Δεσμευμένη κάτω από την
υποκειμενική αντίληψη του συγγραφέα της, χωρίς ουσιαστική αιτιολόγηση των γεγονότων
και με πλαίσιο αναφοράς τους πανάρχαιους μύθους, την καθιστούσε φορέα και
γενεσιουργό πηγή παράδοξων δεισιδαιμονιών.
Οι λογογράφοι και οι
λογοποιοί[1]
δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη ποτέ να απομονώσουν τους μύθους από τα ιστορικά
γεγονότα. Η αφήγησή τους δεν εξελίσσεται με κριτική διάθεση και δεν έγινε καμιά
προσπάθεια να συσχετιστεί το αίτιο με το αποτέλεσμα.
Οι λογογράφοι σαν
συνεχιστές των επικών ποιητών, μετέφεραν στον πεζό λόγο τα γνωστότερα επικά έργα
των μεγάλων ποιητών. Αυτοί ήταν που σιγά - σιγά όχι μόνο ανάπτυξαν τον πεζό
λόγο, αλλά έκαναν τα πρώτα δειλά βήματα για τη μετάβαση από το μύθο στο λόγο.
Τέτοιοι ήταν ο Κάδμος από τη Μίλητο (6ος αιώνας) ο Φερεκύδης
την Αθήνας ή της Λέρου, ο Ακουσίλαος ο Αργείος (5ος αιώνας)
καθώς και ο Εκαταίος ο Μιλήσιος (549-476) που πραγματικά ξεχωρίζει από
όλους τους άλλους.
Ζώντας πραγματικά την
επανάσταση των υλιστών φιλοσόφων της Ιωνίας, ο Εκαταίος είναι ο πρώτος που
χρησιμοποιεί κριτικό και ορθολογικό πνεύμα στην ιστοριογραφία του. Αμφισβητεί
όχι μόνο τους μύθους αλλά και τα ιερατεία, γράφοντας ότι «οι Έλληνες έχουν
πολλές ιστορίες που κατά τη γνώμη μου είναι γελοίες». Στο σύγγραμμά του
«Γενεαλογίες» από τα 30 αποσπάσματα που σώθηκαν, φαίνεται να αναζητά την
πραγματική ιστορία των Ελλήνων, χρησιμοποιώντας, μην έχοντας άλλες πηγές, τη
μυθολογία του Δευκαλίωνα και άλλους ιστορικούς μύθους.
Ο Ηρόδοτος,
βάζοντας τα θεμέλια της ιστορικής επιστήμης, θα στηριχθεί στον Εκαταίο και θα
αναγνωριστεί από τον Κικέρωνα «πατέρας της Ιστορίας» αν και ο τελευταίος δεν παραβλέπει
τους αναρίθμητους μύθους που χρησιμοποιεί ο Αλικαρνασέας ιστορικός. Σαν ιστορικός,
χρησιμοποιώντας τόσους ομηρικούς μύθους, μπορεί να προσδίδει ευχαρίστηση στον
αναγνώστη, πλούσιο και ανέκδοτο υλικό με τις εθνολογικές πληροφορίες που
περιέχει, όμως η θεϊκή παρέμβαση, η μοίρα και η τύχη στην πορεία των γεγονότων,
τον καθιστούν συντηρητικό και τον απομονώνουν από το επαναστατικό πνεύμα των
Ιώνων ορθολογιστών. Η ήττα της Τροίας ήταν, έγραφε, αποτέλεσμα της τιμωρίας των
θεών (Β΄ 120) ενώ οι σεισμοί θεϊκό σημάδι που προμηνύει άσχημα νέα για το
μέλλον (ΣΤ΄ 98).
Ο πρώτος ιστορικός όμως
που αυστηρά εφάρμοσε την επιστημονική μέθοδο ιστοριογραφίας είναι ο Θουκυδίδης
(460/455-396). Ακολουθώντας τη διδασκαλία του υλιστή φιλοσόφου Αναξαγόρα και τη
σοφιστική ρητορική του Αντιφώντα,[2]
αναδείχτηκε ο αντικειμενικότατος ιστορικός της αρχαιότητας και γνήσιος
ορθολογιστής της Ελληνικής σκέψης. Εφαρμόζοντας τη μέθοδο της αυτοψίας και
ερευνώντας και διασταυρώνοντας τις πηγές του, καταγράφει την αλήθεια των
ιστορικών γεγονότων, απαλλάσσοντας από αυτά τη θεία παρέμβαση. Ο Θουκυδίδης
μάλλον άθεος, δεν πιστεύει σε χρησμούς, όνειρα και ειμαρμένη. Δέχεται τον ιστορικό
μύθο σαν ιστορική πραγματικότητα όμως τον απαλλάσσει από το υπερβατικό του
στοιχείο. Η τύχη υφίσταται μόνο σαν αστάθμητος παράγοντας της ζωής, τονίζοντας
ότι η διαμόρφωση της ιστορίας είναι αποτέλεσμα της πολιτικής δραστηριότητας του
ανθρώπου.
Ο άνθρωπος λοιπόν είναι ο
δημιουργός της ιστορίας του και όχι ο θεός και η ειμαρμένη.
Αναζητώντας τις αιτίες
πίσω από το αποτέλεσμα, ο Θουκυδίδης, καθιερώνει τη χρήση λογικών μεθόδων,
μαρτυριών και τεκμηρίων. Χρησιμοποιώντας γλώσσα Αττική και δημηγορία ρητορική,
η δραματική του εξιστόρηση μετατρέπεται σε αριστούργημα λόγου. Όλα αυτά δικαιολογούν
την επέκταση μακρηγορίας στο μεγάλο ιστορικό, γιατί τον διαφοροποιούν από τους
προγενέστερους ιστοριογράφους και μετέπειτα παραδοξογράφους που αναμιγνύοντας
το μύθο με το γεγονός και το ψέμα με την αλήθεια, δημιούργησαν μια άνευ
προηγουμένου στρέβλωση της πραγματικότητας, αναδεικνύοντας μια υπερβατική
λογική που καθόριζε το Είναι.
Ο ιδεολογικός πόλεμος
ανάμεσα στις σχολές και στο διαφωτισμό των ρητόρων – σοφιστών, ενισχύοντας την
επιστροφή στις πατροπαράδοτες παραδόσεις, δημιούργησαν ένα νέο τρόπο γραφής της
ιστορίας, από τις αρχές του 4ου αιώνα, στενά συνδεμένο ρητορικά και πολιτικά
για να κάνουν πλούσια την ιστορία τους. Το φιλολογικό αυτό είδος είναι οι «ατθίδες»
που συνδέεται άμεσα με την ιστορική χρονογραφία της Αττικής.[3]
Η πρώτη ατθίδα του Ελλάνικου Μυτιληναίου (5ος αιώνας) που
δημοσιεύτηκε σχεδόν πέντε χρόνια πριν το θάνατο του Θουκυδίδη, θα σηματοδοτήσει
μέχρι τον 3ο αιώνα τη δραστηριότητα των ατθιδογράφων που επίμονα
αναζητούν σύνδεση των γεγονότων με τους μύθους και τα λατρευτικά τους έθιμα.
Σαν χρονολόγηση χρησιμοποιούν τους νικητές των Καρνείων και τη θητεία των
ιερειών της Αργείας Ήρας.
Άλλοι ατθιδογράφοι ήταν ο
«πυθόχρηστος εξηγητής» Κλειτόδημος και ο μαθητής του Ισοκράτη Ανδροτίωνας,
που έζησαν μεταξύ του 5ου και 4ου αιώνα. Ακόμα μεταξύ
άλλων ο Φανόδημος και ο Φιλόχορος του 4ου αιώνα, που
επίμονα στέκονται στα θρησκευτικά και λατρευτικά έθιμα της Αθήνας. Μάλιστα ο πρώτος,
το 330, αναδείχθηκε ιεροποιός στους Δελφούς και πρωτοστάτης στις γιορτές του
Διόνυσου.
Αυτό που χαρακτηρίζει
όλους γενικά τους ιστοριογράφους είναι ο ρητορικός τρόπος γραφής. Στην
προσπάθειά τους να δραματοποιήσουν τα γεγονότα προκαλούν δυνατή συγκίνηση και
μεγάλο ενθουσιασμό. Η Ρητορική είχε μεγάλη επίδραση στην ψυχολογία των μαζών. Είναι
αυτό που θα λέγαμε σήμερα, εμπορικότητα. Έτσι πολλοί ιστοριογράφοι εμπλούτισαν
τα ιστορικά τους θέματα καθοδηγούμενοι από τους ρητορικούς κανόνες, στοχεύοντας
κυρίως να εκπλήξουν και να συναρπάσουν συναισθηματικά τον αναγνώστη. Σαν
γραμματικό είδος ψυχαγωγούσε περισσότερο παρά καθοδηγούσε ιστορικά τον
αναγνώστη, τόσο που σήμερα και σε σύγκριση με άλλους ιστοριογράφους το θέμα
πλησιάζει περισσότερο στην ιστορική μυθιστοριογραφία παρά στην αντικειμενική ιστόρηση.
Ο Πολύβιος κάνοντας
κριτική στον ιστορικό Φύλαρχο (3ος αιώνας) διακηρύσσει ότι ο
σκοπός του ιστορικού δεν είναι να εκπλήξει και να ψυχαγωγήσει με μυθεύματα,
όπως η τραγωδία, αλλά ιστορώντας αληθινά έργα και λόγια, να διδάξει αυτούς που
θέλουν να μάθουν. Ιστοριογράφοι σαν τους μαθητές του Ισοκράτη, Έφορο και
Θεόπομπο του 4ου αιώνα, χαρακτηρίζουν αυτό που λέμε «δραματική
ιστοριογραφία» και που ο Πολύβιος αλλού θα πει ότι μοιάζει με «φλυαρία
κουρείου». Ιδιαίτερα δε εκείνοι που περιέγραφαν ιστορίες του «μυθικού» Μ.
Αλέξανδρου στην Ανατολή, πλέκοντας γύρω από το ιστορικό πρόσωπο μια μυθική ιστορία.
Ήλπιζαν ότι σαν αυτόπτες μάρτυρες στη μακρινή Ανατολή, θα έμεναν αλώβητοι από
την κριτική των αναγνωστών τους. Η συγκέντρωση άγνωστων και περίεργων φυσικών
φαινομένων, διογκωμένων από την παράδοση, το μύθο και τη σκόπιμη υπερβολή του
γράφοντος αποτελούν μνημεία παραδοξολογίας! Ο αξιωματικός του ιππικού Πολύκλειτος
στο σύγγραμμά του «Τα κατά Αλεξάνδρου» αναφέρει ότι ο Μακεδόνας βασιλιάς, στη
μακρινή ανατολή, συνάντησε… τη βασίλισσα των Αμαζόνων. Ο δε Κλείταρχος
γράφοντας εξωτικές ιστορίες, έφτασε σε τέτοιο βαθμό υπερβολής με το έργο του
«Τα περί Αλεξάνδρου», όπου η λέξη «κλειταρχικώς» την εποχή εκείνη, έγινε
συνώνυμη και ισοδύναμη με το επίρρημα «υπερβολικώς»!
Ο εξωτικός κόσμος της
Ανατολής με τα άγρια και εξωτικά τοπία και έθιμα των κατοίκων της προσφέρονταν
με ιδιαίτερη ευκολία από τον επιτήδειο μυθευτή ρήτορα που στόχο είχε
περισσότερο να εκπλήξει και να διεγείρει τον αναγνώστη παρά να τον ενημερώσει.
Τα περίεργα αυτά φαινόμενα ή γεγονότα οι αρχαίοι Έλληνες τα έλεγαν θαυμάσια.
Ο Θεόπομπος στο
έργο του «Θαυμάσια» αναφέρεται σε μια φανταστική χώρα τη Μεροπίδαν. Ο Εκαταίος
ο Αβδηρίτης (4ος- 3ος αιώνας) έγραψε «Περί Υπερβορείων»
και ο γνωστός Ευήμερος στην «Ιερά Αναγραφή» του (280 περίπου) έγραψε ότι
επισκέφτηκε νησί του Ινδικού Ωκεανού με το όνομα Παγχαία, όπου βρήκε και την
ομώνυμη ιερή επιγραφή με ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας.[4]
Ο θεμελιωτής όμως της
παραδοξολογίας, αναμφίβολα, ήταν ο γνωστός ελεγειακός ποιητής Καλλίμαχος
(305-240) που έγραψε το «Θαυμάτων των εις άπασαν τη γην κατά τόπους όντων
συναγωγή». Επίσης ο Βώλος ο Μενδήσιος, λίγο νεώτερος από τον προηγούμενο
και νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος. Εμπνευσμένος από την Αιγυπτιακή και Ζωροαστρική
διδασκαλία, ασχολήθηκε κυρίως με μαγικά φυσικά αντικείμενα. Τέλος ο Φιλοστέφανος
ο Κυρηναίος και ο Μυρσίλος από τη Μήθυμνα, του 3ου αιώνα,
έγραψαν «Παράδοξους ποταμούς» ο πρώτος και «Ιστορικά παράδοξα» ο δεύτερος.
Στα συγγράμματα αυτά
πολλές φορές οι συγγραφείς δε διστάζουν να διαστρέφουν την αλήθεια και για
προσωπικούς λόγους. Ο Ολύνθιος Έφιππος που πήρε μέρος στην εκστρατεία
του Μ. Αλεξάνδρου έγραφε ότι ο Μακεδόνας ηγέτης ήταν τρελός, αποδίδοντας το
θάνατό του στην οργή του Διόνυσου, τιμωρώντας τον για την καταστροφή της Θήβας,
υπονοώντας μάλλον την καταστροφή της Ολύνθου από το Φίλιππο το 348!
Η δραματική ιστοριογραφία
του Δούρη, μαθητή του Θεόφραστου, επηρέασε αρκετούς περιπατητικούς
συγγραφείς, ίσως από οργή για το θάνατο του Καλλισθένη, που όπως γνωρίζουμε
ήταν ανιψιός του Αριστοτέλη.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η
ιστοριογραφία της εποχής εκείνης διαποτισμένη από το προσωπικό στοιχείο
διαστρεβλώνεται και παραποιείται. Σε αυτό συνέβαλαν όχι μόνο ιστοριογράφοι,
αλλά οποιοσδήποτε επιχειρούσε να δραματοποιήσει το θέμα του, υπερβάλλοντας προκειμένου
να εντυπωσιάσει. Ο ρήτορας Δωρίων, για παράδειγμα, σε μια ρητορική του
επίδειξη για την Οδύσσεια έβαλε τον Κύκλωπα Πολύφημο να σηκώνει όχι βράχο,
ενάντια στο καράβι του Οδυσσέα, αλλά βουνό ολόκληρο, πάνω στο οποίο …έβοσκαν
ακόμα κατσίκες!
Πρόσωπα σαν τον Αριστέα
τον Προκοννήσιο (Ηρόδοτος Δ΄ 13-15) τον Άβαρη τον Υπερβόρειο (Ηρόδοτος
Δ΄ 36) και τον Επιμενίδη από την Κνωσσό της Κρήτης (Πλάτων «Νόμοι» Α΄
642d-e) κρίσιμα ισορροπούν ανάμεσα στο θρύλο
και την ιστορία. Οι ζωές του Ζάλμοξη, Φερεκύδη, Πυθαγόρα, Εμπεδοκλή, αν και
ιστορικά πρόσωπα, άγγιξαν το θρύλο και η θαυμαστή τους ζωή ή ο θάνατός τους διαιωνίστηκε
μέχρι σήμερα. Ο Ορφέας ή ο μαθητής του, ο Μουσαίος, σκορπούν μυστήριο μέχρι
σήμερα και κανείς δεν μπορεί να διαβεβαιώσει, απόλυτα, αν πρόκειται για
ιστορικά ή μυθικά πρόσωπα.
Ο Πολύβιος το
δεύτερο αιώνα θα βάλει τα ιστορικά γεγονότα στην πραγματική τους διάσταση
γράφοντας την «Πραγματική ιστορία» του, αλλά δε θα καταφέρει να φτάσει το Θουκυδίδη
και για λόγους δουλοφροσύνης προς τους Ρωμαίους. Αιτιοκρατική και ορθολογιστική
η ιστορία του. Στο θέμα της θρησκείας και δεισιδαιμονίας όμως, πολλές φορές
γίνεται ελαστικός όπως και στο θέμα της τύχης που, όχι και λίγες φορές, την
αναγνωρίζει σαν την ειμαρμένη των στωικών.
Εκείνος που διέπρεψε
βέβαια, αραδιάζοντας ψέματα και κατασκευάζοντας «στοιχεία» ήταν ο Ευσέβιος της Καισάρειας που η
δουλοφροσύνη του και η κολακεία του απέναντι στον Κωνσταντίνο θα μείνει
παροιμιώδης. Για τον κόλακα αυτό και τον δημιουργό της πρώτης «Εκκλησιαστικής
Ιστορίας» δεν αρκεί μια παράγραφος, αλλά ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο και γι αυτό θα
μας απασχολήσει ιδιαιτέρως πιο κάτω.
Μπορεί
τα ιστορικά γεγονότα με τον Πολύβιο να μπήκαν στην πραγματική τους διάσταση
όμως τη βυζαντινή περίοδο και μετά από το επιχείρημα του Ευσέβιου πολλοί
ακολούθησαν μια απολογητική έναντι της κριτικής και της αιρετικής κίνησης
πιστών και εχθρών, κυρίως εθνικών, που έπρεπε πάση θυσία να αντιμετωπιστούν. Πριν
από τον Ευσέβιο τέτοιοι ήταν ο Ιουστίνος, ο Τατιανός, ο Αθηναγόρας, ο Θεόφιλος
Αντιοχείας, ο Τερτυλλιανός, ο Ειρηναίος, ο Λακτάντιος, ο Επιφάνειος και άλλοι,
ενώ μετά από αυτόν αναπτύχθηκε ακόμα ένα φιλολογικό είδος που είχε
ιστοριογραφικό χαραχτήρα. Η χρονογραφία είναι ένα είδος καταγραφής
λαογραφικών και εθνολογικών στοιχείων που εστιάζονται περισσότερο σε γεγονότα
που ενδιαφέρουν τους περισσότερους αναγνώστες προκειμένου μαθαίνοντας παράλληλα
να ψυχαγωγούνται κιόλας. Ο χρονογράφος κυρίως απευθύνεται σε πιστούς και
μοναχούς που ενδιαφέρονται για ζητήματα θρησκείας ή σε προσηλυτισμένους
χριστιανούς που δεν έχουν πρόσβαση στις πηγές (Αρμένιοι, Σλάβοι, Ρώσοι). Γι
αυτό και το ύφος των χρονογραφιών είναι καλογερίστικο, απλοϊκό και γι αυτό
ευκολοδιάβαστο από όλους. Το είδος αυτό κυριάρχησε από τον 7ο μέχρι
τον 12ο αιώνα, αν και δεν είναι λίγοι εκείνοι που έγραψαν και μετά
την άλωση της Πόλης.
Ο
σημαντικότερος χρονογράφος ήταν ο Ιωάννης Μαλάλας (491-578) που καταγόταν από
την Αντιόχεια. (Στα συριακά «μαλάλ» σημαίνει ρήτορας). Πιθανότατα πρόκειται για
τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Γ΄ το Σχολαστικό (565-577).[5] Η χρονογραφία του αποτελείται
από δεκαοχτώ βιβλία, αρχίζοντας από τη δημιουργία του κόσμου μέχρι τις μέρες
του, επί βασιλείας του Ιουστινιανού (565),[6] δίνοντας έμφαση στα
γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην πατρίδα του, την Αντιόχεια. Το έργο γραμμένο
στη δημώδη ελληνική γλώσσα, με πολλές λατινικές εκφράσεις, έχει έντονα
θρησκευτικό ύφος, γεμάτο μύθους, θρύλους και διαδόσεις, που συχνά κόβουν τη ροή
της ιστορικής αφήγησης, κάνοντας πολλούς να τον αναφέρουν σαν μυθώδη
ιστοριογράφο και το έργο του, σαν ιστορία, «ελεεινό κατασκεύασμα»![7]
Άλλοι
μεγάλοι χρονογράφοι ήταν ο Γεώργιος Κεδρηνός,[8] ο Ιωάννης Ζωναράς,[9] ο Μιχαήλ Γλυκάς[10] και άλλοι, που έγραφαν
την «παγκόσμια επισκόπησή» τους από καταβολής κόσμου. Περιορισμένοι μέσα στο
μικρό κόσμο του μοναστηριού, έτσι νόμιζαν!
2. Ελπίδα και φόβος, οι δυο μεγάλοι τύραννοι της πίστης
Αν και στην εποχή του ο
Πολύβιος γράφει πραγματική ιστορία, η φιλολογία εκείνης της περιόδου αλλά και
της νεότερης, συνεχίζει τις υπερβολές και τη στρέβλωση της πραγματικότητας.
Συνεχίζοντας την ιστορία του ο Ποσειδώνιος (135-51) όπως έκανε και ο
Ξενοφών στην ιστορία του Θουκυδίδη, ο ερευνητής σήμερα μπορεί να βρει στοιχεία
σχεδόν γύρω από όλες τις ιστορικές περιόδους. Αυτό που μας ενδιαφέρει όμως εδώ,
δεν είναι το έργο των αντικειμενικών ιστορικών, που έγραψαν αληθινή ιστορία,
αλλά αυτών που την διαστρέβλωσαν, απομακρύνοντας την αλήθεια συνειδητά και
εσκεμμένα ή ανεύθυνα και άτσαλα από άγνοια και ερασιτεχνισμό. Η ιστορία του
Καλλισθένη εμποτίζοντας την εκστρατεία του Μ. Αλέξανδρου με αρκετό μυθοπλαστικό
υλικό λοξοδρόμησε από την αντικειμενική καταγραφή της και η φιλολογική
κατεύθυνση των ελληνιστικών χρόνων, επηρεασμένη από τις κοινωνικές πληγές που
επέφεραν οι πολεμικές ανακατατάξεις των διαδόχων, δημιούργησαν ψυχολογία ματαιοδοξίας.
Η ματαιότητα της ζωής κλόνισε το θρησκευτικό αίσθημα που στα κατοπινά χρόνια
της Ρωμαιοκρατίας πήρε διαστάσεις ψυχικής νόσου. Είναι η εποχή όπου οι αλλαγές
είναι καθοριστικές και η μεταβατικότητα ευνοεί τη σύγχυση, την αβεβαιότητα και
την αγωνία. Αναζητώντας ψυχικά ερείσματα, ο θρησκευτικά κλονισμένος πιστός,
τέρπεται από κάθε λογής εξωτικές ιστορίες και νεόφερτες δεισιδαιμονίες. Τα
θαυμάσια, παράδοξα και τα ουτοπικά θα κλέψουν το ενδιαφέρον του. Τα μυστήρια, η
θεολογία και η μαγεία θα καθυποτάξουν την πνευματική του δίψα για το υπερβατικό
που, σαν σανίδα σωτηρίας, αναζητά παντού, για να δικαιολογήσει την ύπαρξή του
σ’ αυτόν το ματαιόδοξο κόσμο.
Όπως οι ιστοριογράφοι
δραματοποιούσαν το θέμα τους, έτσι και οι περιφερόμενοι προφήτες, δάσκαλοι,
θεολόγοι, θαυματουργοί και θαυματοποιοί δραματοποιούν και θεοποιούν το θέμα,
που άντλησαν μέσα από την «προφητεία». Η ρητορεία στο σημείο αυτό φάνηκε ένα
πολύ αξιόλογο εργαλείο που με ευχέρεια το χρησιμοποίησαν φιλόσοφοι, μάντεις,
προφήτες, θεολόγοι και ιδρυτές θρησκειών. Στον ιδιοτελή τους αγώνα για την επικράτηση
των ιδεών τους, πολύ βοήθησε η απάτη και το ψέμα, που κατά κόρον
χρησιμοποιήθηκε, από τη μια για να φοβίσουν και από την άλλη για να μοιράσουν
ελπίδα που τόσο πολύτιμη και αναγκαία ήταν στο προσηλυτιστικό τους έργο.
Ο Λουκιανός στο έργο του
«Αλέξανδρος ή ψευδομάντις» (8) αναφέρεται στους δυο επιτήδειους τσαρλατάνους
μάντεις του Αβώνου τείχους, που εύκολα κατάλαβαν ότι θα μπορούσαν να γίνουν
γρήγορα πλούσιοι, εκμεταλλευόμενοι τους δυο μεγάλους τυράννους του ανθρώπου, το
Φόβο και την Ελπίδα!
Ο υποψιασμένος αναγνώστης
εύκολα μπορεί να αντιληφθεί ότι αν έμεινε κάτι από την πατροπαράδοτη θρησκεία
των Ελλήνων ήταν η διάδοση των χρησμοδοτήσεων των μαντείων αναμεμιγμένα και αυτά
με μπόλικα συγκρητικά στοιχεία άλλων θρησκειών, όπως η σιβυλλικοί χρησμοί που
ακόμα και οι χριστιανοί χρησιμοποιούσαν. Επίσης, σαν πρόγονο του θρησκευτικού
αισθήματος, σύμφωνα με το Λουνατσάρσκυ, θεωρούμε το αίσθημα του Φόβου και της
Ελπίδας. Όπως έγραφε και ο Σαμοσατέας σατυρικός, οι άνθρωποι τρέχουν στα μαντεία,
είτε επειδή φοβούνται, είτε επειδή αναζητούν την ελπίδα. Ο θεσμός αυτός έχει βαθιές
ρίζες που φτάνουν στους μάγους και σαμάνους των πρωτόγονων λαών. Η προφητεία
ανακοινώνεται δραματοποιημένη από τα χείλη του εκστασιασμένου προφήτη και με
ρίγος φτάνει στα αυτιά των αφελών πιστών. Η θεία αποκάλυψη τους συγκλονίζει, η
φαντασία τους συνεπαίρνει και το θρησκευτικό δέος τους καθηλώνει.
Η υλική και ηθική
ανασφάλεια των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων έσπρωξε τους ανθρώπους προς το
μυστικισμό, τη θεολογία και μέσα από τις μυστηριακές θρησκείες και το
συμβολισμό στράφηκε στη μυστική ένωση. Η ενοθεΐα και η φιλοσοφία της εποχής
βρίσκεται στο κέντρο του πνευματικού του στοχασμού. Ο υποψιασμένος αναγνώστης
είναι υποχρεωμένος να παρακολουθεί τη διαδρομή αυτή φιλοσοφικά, ιστορικά,
θρησκευτικά και φιλολογικά σε σχέση με την υπάρχουσα νοοτροπία της εποχής. Να,
για ποιο λόγο θεώρησα αναγκαίο το κεφάλαιο αυτό.
Αναμφίβολα, όπως γράφει ο
Dodds, «… μεγάλο
μέρος από την αυξανόμενη ζήτηση χρησμών αντανακλά απλώς την αυξανόμενη
ανασφάλεια των καιρών»[11]
παραθέτοντας μερικά ερωτήματα που απευθύνθηκαν σε κάποιο μαντείο κατά τα τέλη
του τρίτου αιώνα (μετά τη νέα χρονολόγησή μας). «Πρόκειται να γίνω ζητιάνος;»,
«Θα με πουλήσουν;», «Πρέπει να το σκάσω;», «Θα πάρω την αμοιβή
μου;», «Μου έχουν κάνει μάγια;». Η αφέλεια των ερωτημάτων αυτών δε
δείχνει μόνο την αγωνία και την ανασφάλεια των καιρών, αλλά και το πνευματικό
επίπεδο των ανθρώπων εκείνων που απευθύνουν τέτοια ερωτήματα, όπως και την επιτηδειότητα
των εγκαστρίμυθων[12]
να πλουτίζουν από την αφέλεια των πρώτων.
Η θεραπεία του
νευρασθενικού και θρησκευτικά ιδιότροπου Αριστείδη ανήγαγε το ρητορικό του λόγο
σε ιατρικό εγχειρίδιο θεόπνευστης θεραπευτικής. Επίσης, σχεδόν όλα τα φιλολογικά
κείμενα, διαποτισμένα με κάθε λογής παραδοξολογία και μυστικισμό, εξιδανίκευαν
τη λογική τους στο παράλογο και το υπερφυσικό. Αυτή η στροφή, από τον
ορθολογικό λόγο στη μωροπιστία, φάνηκε και στη μεταστροφή των φιλοσοφικών
σχολών που λίγο ως πολύ όλες, εκτός από τους Επικούρειους, πήραν ένα άρωμα
ανατολής, που δύσκολα θύμιζε την αρχική κλασική ιδέα των πρώτων σχολαρχών. Μέσα
από το Νεοπλατωνισμό, πέρασαν όλοι οι νεωτερισμοί της ανατολής, τόσο που η
φιλοσοφία του έμοιαζε περισσότερο με θρησκεία παρά με φιλοσοφικό σύστημα. Η
προτροπή του Πορφύριου για πίστη στο θεό σαν τη μόνη διέξοδο για τη σωτηρία της
ψυχής,[13]
διόλου δεν τον διαφοροποιεί από τη θεολογούσα προτροπή των Ευαγγελιστών του
χριστιανισμού, παρ’ όλου ότι υπήρξε σφοδρός πολέμιος του τελευταίου. Μπορεί η
προτροπή για σωτηρία να μην ταυτίζεται με τη σωτηρία των Χριστιανών, όμως η
προτροπή του έχει γεύση θεολογική.[14]
Ο Νεοπλατωνισμός όπως
γράφει ο Dodds «αν
επρόκειτο να πολεμήσει το χριστιανισμό με τους ίδιους όρους, έπρεπε να
γίνει θρησκεία και καμιά θρησκεία δεν μπορεί να σταθεί χωρίς πίστη».[15]
Η πίστη σαν το πιο
αγαπητό παιδί της θρησκείας και απομονωμένη από την επιστημονική προσέγγιση των
φαινομένων, αποτελεί την εγωιστικά ακλόνητη βεβαιότητα του πιστού. Αυτή η
προσωπική πεποίθηση δεν έχει φιλοσοφικούς ενδοιασμούς. Αφοσιωμένη σε πανάρχαιες
αρχές και δόγματα, βρίσκεται διαμετρικά αντίθετα από τη γνώση.[16]
Απέχοντας συνειδητά ή μη από τις νομοτελειακές αρχές της φύσης, ο πιστός έχει
τη δική του «λογική» και καθαρά δικό του «αισθητήριο», για την αντίληψη του
Θεού. Η πίστη μαζί με την ελπίδα και το φόβο έγιναν οι ακρογωνιαίοι λίθοι των
θεολογικών και φιλοσοφικών θεμάτων της εποχής.
Με την ιστορική πορεία
της φιλοσοφικής σκέψης παρακολουθήσαμε βήμα-βήμα, από σχολή σε σχολή την
εξέλιξη των φιλοσοφικών ιδεών και πως αυτές διαβρώθηκαν όταν αντάμωσαν την
σκουριασμένη Ανατολική σκέψη. Πριν περάσουμε στο αποτέλεσμα αυτής της
διαδικασίας, που γέννησε το χριστιανισμό, πρέπει να γνωρίσουμε, πως η θεολογία
υιοθετώντας αυτήν τη φιλοσοφική σκέψη, έστρεψε το ενδιαφέρον του ανθρώπου στο
μεταφυσικό πρόβλημα, όπου η ελπίδα και ο φόβος σαν καθοριστικοί παράγοντες
αποτέλεσαν τον οδηγό της πνευματικής του ζωής. Αναμφισβήτητα, σε αυτό συνέβαλε
ένα φιλοσοφικό ρεύμα που προήγαγε την εσωτερική γνώση, όχι σαν εμπειρική
παρατήρηση, αλλά σαν θεία αποκάλυψη. Η γνώση του θεού δεν παρατηρείται
εμπειρικά αλλά αποκαλύπτεται σαν «ενόραση της αλήθειας». Η συγκρητική θεοσοφία
του ρεύματος αυτού, πατώντας γερά πάνω στον πλατωνικό δυϊσμό, αναγνώρισε το
νοητό κόσμο σαν «τέλεια ύπαρξη». Η υλική ύπαρξη, υποστήριξαν οι ιδεαλιστές,
είναι απλά η αντανάκλαση των ιδεών. Ο Γνωστικισμός
που αναφερόμαστε, σαν φιλοσοφικό ρεύμα, δεν προώθησε την αντικειμενική γνώση,
αλλά απομακρύνοντας ακόμα πιο πολύ από την εμπειρική παρατήρηση και προωθώντας
ακόμα περισσότερο την υποκειμενική προσωπική πεποίθηση (πίστη), έστρεψε το
ενδιαφέρον του προς το υπερβατικό, θεωρώντας την υπέρβαση «απόλυτη αλήθεια».
Ο Ερμητισμός όμως είχε προηγηθεί,[17]
παίζοντας κι αυτός με τη σειρά του σπουδαίο και καθοριστικό παράγοντα στη
διαμόρφωση του Γνωστικισμού, ανοίγοντας διάπλατα τις πόρτες του συγκρητισμού
και της μεταλαμπάδευσης των ιδεαλιστικών ιδεών του αρχαίου κόσμου στη νέα
μεσαιωνική φιλοσοφία.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο
Ηρόδοτος τους ονομάζει λογοποιούς (Β΄ 143) κάνοντας μνεία στον Εκαταίο το
Μηλίσιο. Ο Θουκυδίδης όμως τους ονομάζει λογογράφους (Α΄ 21) συμπεριλαμβάνοντας
σε αυτούς και τον Ηρόδοτο. Ήταν εκείνοι που έγραφαν μεν ιστορία, αλλά χωρίς να
είναι αντικειμενικοί και ακριβείς.
[2]
Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ανάμεσα στον Αθηναίο σοφιστή και το Ραμνούσιο
ρήτορα, που φέρουν το ίδιο όνομα. Ο πρώτος είναι δημοκρατικός και ο
δεύτερος ολιγαρχικός.
[3] Η
Ατθίδα ή Αττική ήταν θυγατέρα του αυτόχθονα βασιλιά της Αττικής Κραναού και της
Πεδιάδας, που έδωσε το όνομά της κόρης του, στη χώρα που μέχρι τότε λεγόταν
Ακταία (Παυσανίας «Αττικά» 2. 6).
[4]
Αρχαιότερος όλων αυτών των εθνογράφων ουτοπιστών, ίσως να είναι ο Πλάτων με την
εξιστόρηση της Ατλαντίδας (βλέπε «Κριτία», «Τίμαιο» και ο Ησίοδος γράφοντας για
το «χρυσό γένος της ανθρωπότητας» («Έργα και Ημέραι» 106 και πέρα). Ο
Πλάτων όμως αναφέρθηκε ουτοπικά για το μέλλον, γράφοντας το φαντασιοκόπημα της
«Πολιτείας» του.
[5] Βλέπε
«Ιστορία Ελληνικού Έθνους» τόμ. Δ΄ σελ. 349.
[6]
Έφτανε μέχρι το 574 αλλά ο τελευταίος τόμος του, δυστυχώς, δε διασώθηκε
ακέραιος.
[8] (11ος
–12ος αιώνας). Ήταν πιθανότατα μοναχός που στην ουσία έκανε μία
χρονογραφική συλλογή (συμπίλημα), όπως ο ίδιος αναφέρει, από προγενέστερους
χρονογράφους, Θεοφάνη Ομολογητή, Ιωάννη Σκυλίτζη και άλλους.
[9] Έζησε
το 12ο αιώνα. Έφτασε σε μεγάλα αξιώματα της αυτοκρατορικής εξουσίας,
όμως κατέληξε μοναχός όπου και έγραψε τη δεκαοχτάτομη «Επιτομή Ιστοριών» έργο
που αρχίζει με τη δημιουργία του κόσμου και φτάνει μέχρι τις μέρες του επί
Ιωάννη Κομνηνού (1118). Οι πληροφορίες που μας δίνει είναι πολυτιμότατες,
ιδιαίτερα όταν δεν μπορούμε να τις βρούμε από αλλού!
[10] Ήταν
από την Κέρκυρα. Έζησε τον 12ο αιώνα. Η «Χρονική Βίβλος» του αρχίζει
με τη δημιουργία του κόσμου και τελειώνει στις μέρες του, όπως και του Ζωναρά,
το 1118 με τον Αλέξιο Κομνηνό. Φυλακίστηκε για πολιτικούς λόγους και παρά τα
ικετευτικά του γράμματα στο Μανουήλ, ζητώντας συγνώμη, δεν απέφυγε τον
εκτυφλωτισμό!
[12] Εν +
γαστήρ + μύθος (=λόγος), δηλαδή αυτός που μιλά με την κοιλιά (δια γαστρός).
Χρησιμοποιώ τη λέξη αυτή για να δείξω άλλη μια τεχνική της μαντικής τέχνης και
της απάτης, που με εξάσκηση μπορεί κανείς, χωρίς να κουνά τα χείλη, να
χρησιμοποιεί τις φωνητικές του χορδές, έτσι που ο αφελής να νομίζει ότι, μέσα
από τα σωθικά του προφήτη, μιλά ο ίδιος ο θεός. Τέτοιος προφήτης ήταν και ο
Ησαΐας του Ιουδαϊσμού.
[13]
Βλέπε Πορφύριο «Επιστολή προς Μαρκέλλα» 24.
[14] Η
«σωτηρία» του ταυτίζεται με την ενδυνάμωση του ανθρώπου που ασκεί την αρετή και
τις ευγενείς πράξεις (ο.π. 17).
[16] Η γνώση
είναι το διαδικαστικό αποτέλεσμα μελέτης της πραγματικότητας, που καθορίζεται
από τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης, της ανθρώπινης πράξης και της λογικής.
Σαν κοινωνικό φαινόμενο, αντανακλά την αντικειμενική πραγματικότητα, έξω από
την οποία την καθιστά αδιανόητη!
[17]
Λέγοντας ότι είχε προηγηθεί δεν εννοούμε ότι είχε διαμορφωθεί έτσι όπως τον
ξέρουμε σήμερα. Έκανε την εμφάνισή του, θα ήταν η σωστότερη έκφραση και έκτοτε,
όχι μόνο εξελίχθηκε αλλά έγινε και δεινός συναγωνιστής της νέας θρησκείας. Αυτή
η επικάλυψη των ιδεολογικών ρευμάτων, συχνά δημιουργεί προβλήματα στον
αναγνώστη, επειδή ο νους θέλει, αυτά τα στοιχεία, να τα τακτοποιεί με κάποια
σειρά, ίσως επειδή έτσι η μνήμη τα μνημονεύει και τα εμπεδώνει καλύτερα.
6 σχόλια:
Ο Φερεκύδης ήταν δικός μας https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CE%B5%C F%81%CE%B5%CE%BA%CF%8D%CE%B4%CE%B7%CF%82 και είμαστε περήφανοι για την καταγωγή του
Φυσικό είναι ο κάθε ιστορικός να καταγράφει τα γεγονότα με τον δικό του τρόπο και σύμφωνα με τις δικές τους απόψεις.
Το χειρότερο είναι να διαστρεβλώνουν τα γεγονότα σύμφωνα με τις δικές τους πεποιθήσεις.
Εδώ στην εποχή μας που έχουν καταγραφεί από τόσους ιστορικούς τα γεγονότα και βγήκε η Ρεπούση να διαστρεβλώσει την καταστροφή της Σμύρνης όχι τα αρχαία Χρόνια που οι ιστορικοί ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα.
Δυστυχώς ο φόβος για το μέλλον θα μας καταδιώκει πάντα δεν μπορεί ο άνθρωπος ν'απαλαγεί απ'αυτόν πιστεύω ποτέ!
Δεν κατηγορούμε zoyzoy κανέναν και όταν λέμε ότι ο ιστορικός δεν πρέπει να γράφει ιστορίες με αγρίους, εμπνευσμένους από μύθους, θρύλους και διαδόσεις απευθυνόμαστε σε όλους, είτε πατριώτες μας είναι είτε ξένοι. Έτσι δεν είναι;
Αυτό ξεκαθαρίζουμε στην ανάρτηση αυτή για να πάμε πιο κάτω και να γράψουμε ή έστω να διαβάσουμε ιστορία. Χωρίς αυτή τη γνώση ο καθένας μπορεί να γράφει ό,τι θέλει και να πιστεύει ό,τι του δώσουν να διαβάσει!
Με εννοείς, έτσι;
Αντικειμενικότητα!
Όμορφη λέξη,αλλά ανέφικτη!
Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για καταγραφή της ιστορίας στο διάβα των αιώνων,ούτως ώστε αυτή η καταγραφή να αποτελέσει εργαλείο για την εκπαίδευση,χειραγώγηση ή όποια άλλη λέξη θέλεις να αποδώσεις.
Ξέρεις είμαι της άποψης πως η αντικειμενικότητα του καθενός,σε ό,τι καταπιάνεται,είναι συνυφασμένη με το συμφέρον τόσο το δικό του,όσο και του συστήμστος το οποίο υπηρετεί!
Υπερβολικό?Για κάποιους μπορεί.
Ειδικά στις μέρες μας της τεχνολογίας και των fake news,κάθε πληροφορία επεξεργάζεται,λουστράρεται και διοχετεύεται μεσω καταλλήλων,στο αμαθές και ευκολόπιστο πόπολο προς κατανάλωσιν και χειραγώγησιν!
Θα αναφερθώ σε ένα συγκεκριμένο που πουλάει πολύ τα τελευταία χρόνια.
Προφητείες του Παίσιου!!
Ό,τι έχει γίνει τόσο στην (τρ)Ελλάδα όσο και παγκοσμίως, εμφανίστηκε από κάποιους επιτήδειους(εκδότες,βιβλιοπώλες,καφετζούδες) πως κι αυτό το είπε ο γέροντας!!!
Μέχρι και την εκλογή του...τραμπάκουλα στη γιούζα προφήτευσε!
Αυτή η ανάρτησή σου,όπως και οι προηγούμενες,ενίσχυσαν την άποψή μου περί ιστορικότητος,μυθοπλασίας και καταγραφής γεγονότων!
Μη μας διαφεύγει κι ένα πράγμα,πως η κάθε ιστορία γράφεται ΠΑΝΤΑ από το νικητή!
Εν αναμονή του επομένου πονήματος,υγείαν να έχομεν!
Δεν μου έδωσες και σημείο να πιαστώ πέρα από την άποψή σου για την «αντικειμενικότητα». Αν η άποψή μας είναι συνυφασμένη με το συμφέρον μας, τότε αυτό είναι υποκειμενικό και όχι αντικειμενικό. Το υποκειμενικό αφορά εμάς ή το συμφέρον μας, ενώ το αντικειμενικό αφορά όλους, μας αρέσει δεν μας αρέσει. Αν μας συμφέρει τόσο το καλύτερο. Σε μια μάχη η αντικειμενικότητα είναι τα γεγονότα αυτά καθαυτά. Αν μας αρέσει ή είμαστε με τον έναν ή τον άλλο, αυτό είναι υποκειμενικό. Ο ιστορικός λοιπόν πρέπει να περιγράφει τα γεγονότα αντικειμενικά και όταν αναφέρεται στην άποψή του να φαίνεται αυτό καθαρά γιατί αυτό είναι υποκειμενικό που σαν άνθρωπος δεν μπορεί να αποφύγει, αλλά σαν ιστορικός μπορεί να παραλείπει.
Αφού θες κάποιο σημείο ας μη σου χαλάσω το χατήρι.
Μιλώντας πάντα προσωπικά κρατώ κάποιες επιφυλάξεις για την αντικειμενικότητα κάποιων,ειδικά εκείνων που σκοπίμως αποκρύπτουν ιστορικά δρώμενα,αφήνοντάς τα να καλύπτονται με το πέπλο του μύθου και της γελοιότητας πολλές φορές,δίνοντας ταυτόχρονα τη σκυτάλη σε κάποιους ακραίους εθνικοπαράφρονες να μας παρουσιάσουν τη τρίχα ως τριχιά!
Ορισμένα παραδείγματα προβληματισμού και επιστημονικής διερευνήσεως:
Το βιβλίο του Ιωάννου Λάσκαρη-Η τενολογία των θεών εκδόσεων Δαυλού,προφανώς το ξέρεις.
Όπως και το βιβλίο του κ.Κουτρουβέλη Αναχρονολόγηση της Προιστορίας του ιδίου εκδοτικού οίκου.
Ποιός κάθησε να τεκμηριώσει ή να απορρίψει επιστημονικά όσα καταγράφονται?
Πόσες μελέτες δώθηκαν στα πανεπιστήμια?
Άκρα του ταφου σιωπή!
Άλλο παράδειγμα:
Έχουν γραφτεί τα μύρια όσα και τα πιο απίθανα πράγματα για την Ατλαντίδα.
Όμως,ασχολήθηκε κανείς με το διάλογο του Αιγυπτίου ιερέα μετά του Σόλωνος??
Γιατί του είπε πως εσείς οι Έλληνες ξεχάσατε την ιστορία της πόλης σας?
Να μην αναφερθώ για τον Αρχάνθρωπο των Πετραλώνων,τις επιγραφές του Δισπυλιού,τις πυραμίδες του Ελληνικού στην Αργολίδα ή την Πολυνησία στον Ειρηνικό με τις περίεργες λέξεις ή ακόμη ακόμη τις επιγραφές στη ζούγκλα του...Αμαζονίου!!
Αντίθετα μας τα έχουν κάνει κορδέλες με κάποιους Ινδοευρωπαίους ή το Φοινικικό αλφάβητο,όπως και ότι η ιστορία των Ελλήνων αρχίζει μόλις από το δύο χιλιάδες προ χρι!!
Να λοιπόν γιατί λέω πως ορισμένοι ιστορικοί αφηγούνται και καταγράφουν όπως τους εξυπηρετεί,τόσο τους ίδιους όσο και το σύστημα που ανήκουν.
Τα γργονότα υπάρχουν,όπως και οι ενδείξεις.Αντικειμενικότητα υπάρχει ή ό,τι έχει σχέση με του Έλληνες το αφήνουμε στη σφαίρα του μύθου και της λησμονιάς?
Αυτά τα ολίγα και ζητώ συγνώμη αν σε κούρασα!
Δεν με κούρασες, αφού αυτά που λες τα λέω και εγώ συνέχεια. Άλλωστε και σε αυτή την ανάρτηση, τα ίδια λέω. Τι να κάνω εγώ τώρα αν ακόμα και σήμερα οι παπαριές γράφονται ακόμα σε ένα σωρό βιβλία και ακούγονται σε ραδιόφωνα και τηλεοπτικές εκπομπές... Το μόνο που μπορεί ο καθένας να κάνει να περνάει από φίλτρο ότι διαβάζει και ακούει και να βρει την άκρη διασταυρώνοντας τα στοιχεία.
Δημοσίευση σχολίου